Ασεμπίγιο: Οουμπρόοοιςςς!
Παπανδρέου: Εγώ! Εγώ είμαι κύριε Ασεμπίγιο μου! Τι μού κάνετε;
Ασεμπίγιο: Ιδώ ήμουνε, ίβοσκα το γελάδ’, στη φάρμα μ’ παρέξω απ’ τη Βαρκελών’! Τι χαμπάρια, Γιωργή μ’; Τι σ’ κάν’ η Άντα σ’;
Παπανδρέου: Καλά είναι η Άντα μου. Καλά, καλά… Ξέρετε, για τη Θεσσαλονίκη μας, πήρα να σάς ρωτήσω…
Ασεμπίγιο: Ωχ, ωχ! Τι ήπαθε η Θεσσαλονίκ’, ωρέ Γιωργή μ’; Μήνα κανας λιμός* την πλάκουσε, έτσι που τς έσφιξ’ το ζουνάρι ου άλλος; (*λιμός = πείνα φοβερή, λόγω παγώματος μισθών και συντάξεων).
Παπανδρέου: Όχι, όχι, κύριε Ασεμπίγιο μου! Δεν την πλάκωσε κανένας λοιμός*! Απλά, σκέφτηκα να την αναμορφώσουμε λίγο… (*λοιμός = αρρώστια που προκαλείται από την πράσινη ακρίδα).
Ασεμπίγιο: Ααα, ουουουου, είπα κι ιγώ!... Αυτό μόνο, δηλαδής;
Παπανδρέου: Ε, να!... Να αναμορφώσουμε πρώτα τη συμπρωτεύουσα και στη συνέχεια να κάνουμε ένα πρόχειρο ρετούς στην Αθήνα. Αλλά μέχρις εκεί! Το κράτος δεν έχει και πολλά λεφτά για ξόδεμα…
Ασεμπίγιο: Αμ, καταλαβαίνου! Πώς δεν καταλαβαίνου; Η πράσιν’ ακρίδ’* χάνει ποτές; Δε χάνει!... (*πράσινη ακρίδα = στην ισπανική αργκό σημαίνει «έμπορος»).
Ασεμπίγιο: Ίνα και ίνα κάνουν δύγιο. Δύγιο και δύγιο κάνουν τε-σερά, σεράαα! Whatever will be, will beeee… Βάλ’ και το πουρμπουάααρ μου με τόκ’ και μετά θα σού ’ρθει φτηνά, ωρέ! Πολύ φτηνά! Βγες εσύ πρώτα κι ιγώ ίμ’ ιδώ!... Α, για στέκα, στέκα! Χτυπάει το κινητό μ’! Ο ξάδερφός μ’ ο Καλατράβας είν’! Στέκα να το σηκώσ’»!
Παπανδρέου: Σας αφήνω τότε, κύριε Ασεμπίγιο μου… Ευχαριστώ θερμά για τη μελέτη και οσονούπω θα σάς το αναθέσουμε το έργο.
Ασεμπίγιο: Αμήν! Να λιγδώσ’ λίγο και το άντερ’ όμας! (Και έκλεισε το τηλέφωνο).
Πολ Σάτιρος