19 Ιουνίου 2010
Όλη η αλήθεια για το σκάνδαλο στο θωρηκτό Αβέρωφ
Κοιτάξτε να δείτε, κάποια παντρευότανε. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει ένα τρικούβερτο γλέντι, γιατί αυτή δεν θα πεθάνει ποτέ! Ξέρετε, είναι μερικοί που τρώνε-τρώνε μέχρι σκασμού τον άμπακο εδώ πέρα, κι όταν έρχεται ο χάρος να τους πάρει βρίζουνε κι απειλούνε θεούς και δαίμονες. Ο χάρος φυσικά, που δεν ιδρώνει τ’ αφτί του, τους παίρνει συμπούμπουλους κι αυτουνούς, όπως κι όλους μας δηλαδή, χ…σε μέσα…
Κάποια Μαριέττα ήτανε, κάποιον Πατσουλή πήρε… Τιβί περσόνα, το κορίτσι, δεν είμαστε ό,τι κι ό,τι ε;
«Βρε Μαριέττα μου», είπε μια μέρα πριν λάβουν χώρα τα καθέκαστα ο Πατσουλής, «δεν κάνουμε τη γαμήλια δεξίωσή μας στο Αβέρωφ»;
«Ο …Αβέρωφ το ξέρει»; Αναρωτήθηκε η πανέξυπνη Μαριέττα.
«Άστον αυτόν Μαριέττα μου, βλάχος μάς ήρθε, βράχος τού ήρθε! Χους ει…», μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι του ο Πατσουλής. «Μη στενοχωριέσαι όμως. Θα φέρουμε ρωσίδες, με τρίχες σαν κοτσίδες», συμπλήρωσε…
Το είπε και το ’κανε… Να κάτι Ουκρανέζες, να κάτι Γεωργιανές ξέκ…λες, να και κάτι Μοσκοβίτισσες μπουκιά και συχώριο! «Εκτιμώ ότι φαίνεται ελαφρώς το κιλοτάκι σας, αγαπητή εεε Λιούντα»… «Μπα; Πότε; Όταν εγκώ σκύβει»; «Ναι, όταν σκύβετε αλλά κι όταν δεν σκύβετε». Κι ανέβηκαν όλες αυτές επάνω στο θωρηκτό κι αναστέναξε το θωρηκτό και τα κανόνια του ερεθίστηκαν κι έγιναν πολλαπλάσια σε μέγεθος, μετά συγχωρήσεως.
«Ου! Τι μεγκάλα κανόνια έχεις το πλοίος σας»!
«Έλα να σού δείξω και τα υπόλοιπα, μανάρα μου»!...
Πριν ξεκινήσει το γλέντι, εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο ένας ε.α. αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού: «Βίον ανθόσπαρτον στο ζεύγος», είπε με γεμάτο το στόμα του. «Να ζήσει και να έχει την ίδια τύχη με το θωρηκτό! Καλή διασκέδαση επίσης στους υπόλοιπους που δεν παντρεύεστε τώρα»… Και τα λόγια του τούτα, αποτέλεσαν το έναυσμα για τρυφηλούς εναγκαλισμούς μεταξύ των παρισταμένων, χουφτώματα και τα τοιαύτα. «Καλέ κύριος, μην πιάνετε το βυζούβιός μου»… «Α, δεν λέγεται “βυζούβιος”, μωρό μου το ηφαίστειο! Προσπάθησε ξανά»…
Οι δύο πεθερές αεικίνητες, μοιράζανε τα κονφετί και ήταν τόσο αγαπημένες που πήγαιναν σ’ όλους τους χώρους πιασμένες αγκαζέ! Ο γαμπρός έπαιρνε μάτι δεξά-ζερβά κι η Μαριέττα είχε συνεχώς τον νου της μη φάει κανένα κέρατο και χαλάσει το πάρτι. Όχι, βέβαια, ότι δεν έπαιρνε μάτι κι αυτή… Σιγά τώρα, η παρθένος!... Παρθένος το γένος, για να εξηγούμαστε…
«Πού είναι ο παπάς»; Ρώτησε έντρομος κάποια στιγμή ο Πατσουλής. Διότι είχαν προσκαλέσει και τον παπά που τους πάντρεψε και ξαφνικά έμοιαζε εξαφανισμένος από προσώπου Αβέρωφ…
«Α, εκεί είναι», έκανε αδιάφορα η Μαριέττα δείχνοντας με το δάχτυλο έναν όγκο από Ουκρανέζες, επάνω σ’ έναν μαυροφορεμένο με γένεια. «Δεν τον φάγανε ακόμα, αλλά πού θα πάει; Κοντεύουν να τόνε λυγίσουν με το βάρος τους»!
«Αγάπη μου», τη μάλωσε τρυφερά ο Πατσουλής, «μη λες “με το βάρος τους”… Με τα προσόντα τους, να λες»!... Και τη φίλησε μακροσκελώς στα χείλη. Οι μουσικές έπαιζαν, η ζάλη απ’ τα ποτά γρήγορα απλώθηκε, τα πάθη άναψαν πάνω στο γυμνό κατάστρωμα και κανένας δεν κατάλαβε τελικά για πότε πέρασε η βραδιά… Φεύγοντας εξαντλημένοι με το πρώτο φως της ημέρας οι (αξιοπρεπείς) προσκεκλημένοι ευχήθηκαν από καρδιάς στο νιόπαντρο ζευγάρι «και του χρόνου»…
Πολ Σάτιρος comments powered by Disqus