Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
Πού θα πάει αυτό με μένα; Κάθε Σάββατο βράδυ ξενυχτώ με τους φίλους μου λογοτέχνες και την επομένη, που ’ναι Κυριακή, πρέπει να γράφω σαν αράπης για το «Πολιτική Σάτιρα!»… Έτσι, δυστυχώς, δε μού μένει καθόλου ελεύθερος χρόνος να ασχοληθώ με τη γυναίκα μου, τη Σούλα, να τής κάνω ένα παιδάκι, να γίνουμε τρεις, να μην είμαστε «δυο κι ο κούκος» μέσα στο σπίτι…
Θυμάμαι, πριν μερικά χρόνια, στο διπλανό διαμέρισμα είχαμε έναν γερμανό γείτονα που έβγαινε στο μπαλκόνι με το αγοράκι του κι εκείνο τον φώναζε με τη γλυκιά φωνούλα του: «Πάπα»! Κι εκείνος τού απαντούσε: «Για»; Κάθε πρωί που ξυπνούσα και έπινα καφέ, άκουγα έξω από την μπαλκονόπορτα την τρυφερή αυτή στιχομυθία: «Πάπα»; – «Για»; «Πάπα»; – «Για»; Λέγανε βέβαια κι άλλα, σε άπταιστα γερμανικά (για σκέψου, ένα νιάνιαρο να μιλάει φαρσί μια τόσο δύσκολη γλώσσα!), μα δεν έπιανα γρι…
Και μού έλεγε ο πατέρας μου, να με στείλει να μάθω γερμανικά… Αλλά, δεν ήθελα. Τσίριζα, έσκουζα, αρνιόμουν πεισματικά να πάω… Τέλος πάντων, εγώ και η Σούλα, ξεμείναμε από παιδιά – αν και, ποτέ δεν είναι αργά! Υπάρχουν κι οι εξωσωματικές τώρα, που δεν έχεις καμιά δικαιολογία. Λεφτά να περισσεύουν, όλα γίνονται!
Οπωσδήποτε, και η Σούλα θα στενοχωριέται. Δεν αναφέρει κάτι καθαρά, αλλά το διαισθάνομαι. Ίσως γι’ αυτό, κάθε Κυριακή τον τελευταίο καιρό, να πηγαίνει με τις φίλες της εκδρομές… Σαν και σήμερα, καλή ώρα, που λείπει ξανά. Προσπαθεί να ξεδίνει· να ξεχνάει την πίκρα της. Η καημενούλα…
«Τοκ-τοκ-τοκ»… (Η πόρτα). Τώρα βρήκε κι η πόρτα να χτυπήσει; Με τα κουράγια μου μισά και με την οικονομική κρίση να ωρύεται αποπάνω μου; Ποιος να είναι;
«Ποιος είναι»;
«Πάπα»;
«Ααα»!... Αναπήδησα λες και με τσίμπησε σφήκα!
«Πάπα»; Επέμεινε η παιδική φωνούλα στην πόρτα. Κοίταξα απ’ το «ματάκι»: Ένα αγόρι ίσαμε δώδεκα χρονών, σκολιαρούδι, με κοντά παντελονάκια, τιράντες και κόκκινο κασκέτο στο κεφαλάκι του. Από το κασκέτο πρόβαλε σκεπάζοντας το μέτωπό του μια τουφίτσα ξανθά μαλλάκια και στα μάγουλά του είχε φακίδες!
«Για»; Απάντησα με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση…
«Πάπα»; Ξαναείπε το παιδάκι.
«Για»; Επανέλαβα και εγώ…
Κατάλαβα πως το τροπάριο των ερωταποκρίσεων μπορούσε να κρατήσει αιώνια, αν δεν τού άνοιγα για να μπει, να δούμε επιτέλους τι θέλει και γιατί με αποκαλεί «πατέρα»; Άνοιξα διάπλατα κι εκείνο έπεσε αμέσως στην αγκαλιά μου. Θα κλαίγαμε γοερά για πέντε λεπτά – και λίγο λέω – μέχρι τελικά να το περάσω στο σαλόνι και να τού προσφέρω ένα ποτήρι παγωμένο νερό με μια γενναία κουταλιά μαστίχα Χίου βουτηγμένη μέσα…
Παρατηρούσα το παιδί να γλείφει λαίμαργα τη μαστίχα και να απολαμβάνει τα μέγιστα τη γεύση της, ενώ ταυτόχρονα χίλιες σκέψεις μού περνούσαν απ’ το μυαλό. Με ποια γερμανίδα, άραγε, έκανα σεξ πριν από δώδεκα χρόνια; Τότε δεν ήμουν ακόμη παντρεμένος με τη Σούλα, άρα δεν την κεράτωσα! Είμαι νόμιμος και καθαρός. Έχω κούτελο στην κοινωνία! Όχι ό,τι κι ό,τι, κύριε!... Όχι ό,τι κι ό,τι!...
(Η συνέχεια σε λίγο)...
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ: Είπε ο Τάκης Ξαπαλαρής, «παιδιά, κόλλησα!!!». Αγαπητοί μας ακροατές, συμβαίνουν αυτά στο ζωντανό πρόγραμμα. Ελπίζουμε πάντως να ξεκολλήσει και να μάς δώσει και τη συνέχεια. Βλέπετε, μας κρατάει σε αγωνία!...