Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
Όλο τούτο τον καιρό που με απέλυσε το «Πολιτική Σάτιρα!» – γιατί, λέει, τα κείμενά μου δεν ήταν συνεπή στα ραντεβού τους μαζί τους – η Σούλα, η αγαπημένη γυναίκα μου, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ξεπεράσω τη λύπη μου…
«Τζουτζούκο μου»;
«Ναι, Σούλα μου», απαντώ θλιμμένα…
«Θέλεις σουβλάκι»;
«Μπα, όχι», μουρμουρίζω ανόρεχτα…
«Α! Δεν έχει τέτοια!... Τώρα σού το αγόρασα! Να, δες το, εδώ!... Τυλιχτό-τυλιχτό! Πώς μυρίζει»!...
«Φά’ το εσύ, αγάπη μου», κλαψουρίζω…
Και τελικά το τρώει!... Η αθεόφοβη, δεν επιμένει λίγο παραπάνω, μπας και με καταφέρει!... Χλαπ-χλαπ-χλαπ, μια μπουκιά το κάνει!
«Τζουτζούκο μου»; (Ωχ, πάλι τα ίδια).
«Ναι, Σούλα μου»… (Το γνωστό τροπάριο).
«Απόψε, κάνουμε ένα πάρτυ»; (Πρωτότυπο, ομολογώ!).
«Μπα, όχι»… (Μουτρωμένος εγώ).
«Τι “μπα, όχι”; Α, δε θέλω τέτοια!... Ήδη κάλεσα τις φίλες μου και όπου να ’ναι καταφθάνουν»!!!
Αμάν! Τι έκανε λέει; Καταφθάνουν οι φίλες της; Αυτές οι καρακάξες της συμφοράς; Ακόμα θυμάμαι με τρόμο εκείνη την Στηθοβυζίδου – Χαρίκλεια το μικρό της – την παλιά της συμμαθήτρια, που μια φορά είπε ψέματα ότι τής έβαλα χέρι!... Μεγάλη σκηνή είχε γίνει τότε…
Αμ, την άλλη; Την Στρογγυλοκαπουλίδου Έλενα, που κι αυτή τόλμησε να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο!!! (Μόνο το σημείο του χεριού διέφερε μεταξύ των δύο περιπτώσεων). Τέλος πάντων, αθωώθηκα τότε, όπως αθωώθηκε κι ο Κώστας Βαξεβάνης από το Δικαστήριο τις προάλλες.
Αν και η αγόρευση του εισαγγελέα-Σούλα, ήταν καταπέλτης εναντίον μου…
«Αγάπη μου»;
«Ναι, τζουτζούκο μου; Βλέπω ζωντάνεψες λίγο»…
«Αγάπη μου, θα έρθει και η – πώς τη λένε – η …Στρογγυλοκαπουλίδου, μαζί με την άλληνα, την …Στηθοβυζίδου, αν θυμάμαι καλά»;
«Πολύ καλά θυμάσαι, μωρό μου! Βεβαίως και θα έρθουν! Αλίμονο αν δεν τις είχα καλέσει. Αυτές οι φίλες είναι για μένα, ΑΔΕΡΦΕΣ»!
«Αδερφές!!! Δεν ήξερα ότι είναι αδερφές μεταξύ τους»!... (Αν είναι αδερφές μεταξύ τους, τη βάψαμε, παίδες)…
«Όχι καλέ! Αδερφές-ψυχές εννοώ με μένα. Όπως εσύ με τον Παπά-Γιάννη, τον παπά της Ενορίας μας»!...
«Αα, εντάξει»!... (Ουφ, παρά τρίχα)…
Ντλιν-ντλον!!! (Το κουδούνι της πόρτας)…
«Ήρθαν τα κορίτσια! Τάκη, τρέχα μέσα ν’ αλλάξεις», έκανε αναμπουμπουλιασμένη η Σούλα.
«Βαριέμαι ν’ αλλάξω. Θα μείνω με τα σώβρακα. Άλλωστε, εμένα κανένας δεν με είχε ενημερώσει»…
«Τι ’ν’ αυτά που λες, παιδάκι μου; Θα πας με το καλό ή να πάρω τον πλάστη, να σε κάνω μαύρο στο ξύλο»;
«Όχιιι! Όχι πλάστη!!! Πηγαίνω! Πηγαίνω…». Κι αποσύρθηκα άρον-άρον στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθώ…
Συνεχίζεται...