Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
DOOMSDAY (Μέρος B΄)
Τελικά πείστηκα!... Η γυναίκα μου, κατά τη διάρκεια της πτήσης μας για τη Γαλλία, μού τα έκανε «φραγκοδίφραγκα»* (γεια σου Γιώργο Γεωργίου με τις ατάκες σου). Με το σι και με το νίγμα μού τα εξήγησε όλα υπομονετικά…
«Δηλαδή, έρχεται η συντέλεια του κόσμου;», ρώτησα στο τέλος με λυγμούς…
«Ναι, τζουτζούκο μου», απάντησε εκείνη.
«Κι εμείς θα σωθούμε»; Κλαψούρισα.
«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις»… (Για παρηγοριά είναι καλή).
Στράφηκα προς το μέρος της να σιγουρευτώ ότι …βλεπόμαστε. Παρέμενε δεμένη στο κάθισμά της. Εγώ είχα λύσει τη ζώνη μου – του καθίσματος, όχι την άλλη – κι ένιωθα πιο άνετα. Πάντα φοβητσιάρα η Σούλα. Πώς να μην τρομάξει με τον Αρμαγεδώνα; Εδώ ένα μερμήγκι να δει να περπατάει στο μαξιλάρι μας, τα κάνει πάνω της…
«Και, δε μού λες, βρε Σούλα μου… Πάντα οι Μεγάλοι Κύκλοι στο ημερολόγιο των Μάγια – κάθε πέντε χιλιάδες χρόνια, δηλαδή – τελειώνουν με καταστροφή»;
«Πάντα», απάντησε με σιγουριά αυτή.
«Και στις εικοσιμία συμπληρώνεται ένας ακόμη κύκλος»;
«Ακριβώς. Ο πέμπτος κύκλος. Στους τέσσερις προηγούμενους, οι Θεοί κατέστρεψαν τη Γη διότι τούς βγήκε ελαττωματική. Το ίδιο θα κάνουν και τώρα»!
«Πω, πω»!... (Μού ’φυγε ο τάκος).
«ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ!... Σάς μιλά ο κυβερνήτης του αεροσκάφους… Σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε στο διεθνές αεροδρόμιο του Μπουγκαράτς-σίτυ. Παρακαλώ, προσδεθείτε. Η αεροσυνοδός Τζούλια είναι πρόθυμη να σας βοηθήσει αν χρειαστεί»…
«Εεε, αεροσυνοδέ Τζούλια»… Φώναξα. Ήθελα να πληροφορηθώ γιατί το Μπουγκαράτς αναβαθμίστηκε σε σίτυ, ενώ ήταν χωριό μέχρι πρότινος, αλλά δεν πρόλαβα. Η Σούλα με φοβερό αριστερό ντιρέκτ μ’ έριξε νοκ-άουτ. Είδα τον ουρανό με τ’ άστρα. Επίσης, είδα το Ούφο που έρχεται για να μας σώσει. Βρίσκεται στον Άρη. Κάτι πράσινα ανθρωπάκια στέκονται σ’ έναν κόκκινο λόφο και το κοιτούν, ενώ το Ούφο ρωτάει αυτά τα πράσινα ανθρωπάκια: «Για τη Γη, καλά πάμε»; Και τα πράσινα ανθρωπάκια απαντούν: «Όλο ευθεία και φτάσατε»!...
Ξύπνησα στο ξενοδοχείο… Ένα ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών: «Ράντιο Ούνο Κολόμπια. Λος Βαγενάτος, ε του ράμας!!!». Ωχ, σκέφτηκα… Έχουν κι εδώ, Γαβρίαλ εφ-έμ; «Τι σταθμός είναι αυτός;», ρώτησα την άγνωστη γαλλίδα που περιποιόταν το καρούμπαλό μου.
«Ω, μεσιέ», απάντησε πρόσχαρα εκείνη. «Είναι το Ράδιο Ένα της Κολομβίας».
«Α, κι εγώ νόμισα…».
«Η Γαλλία, μεσιέ, βρίσκεται πιο κοντά στην Κολομβία απ’ ό,τι η Ελλάδα. Θα συμφωνείτε, βεβαίως». (Με κατακεραύνωσε).
«Εχμ, αντικειμενικώς ειπείν…», συμφώνησα (très sic). Το βλέμμα μου πλανήθηκε στον χώρο… Το δωμάτιο τεράστιο. Τι δωμάτιο, λέω; Σάλα καλύτερα. Περιμετρικά, ένθεν-κείθεν-παντού, τζαμαρία!... Από τη μια απομακρυσμένη άκρη μέχρι την άλλη. Ως και το ταβάνι έμοιαζε καμωμένο από γυαλί.
«Τζάμι, δικέ μου, τζάμι»!... Μονολόγησα. «Αλλά, πού είναι ο κόσμος»;
«Ο κόσμος, μεσιέ, θα συγκεντρωθεί εδώ στις εικοσιμία του μηνός, όταν το Ούφο θα έρθει για να μας πάρει (και να μας σηκώσει). Σήμερα, είναι καλεσμένοι όλοι στο επίσημο δείπνο της γυναίκας σας. Η γυναίκα σας παραθέτει δείπνο αλά ελληνικά. Σουβλάκι, τζατζίκι, παστουρμάς. Εγώ μόνο έμεινα για να σας φροντίσω και μόλις συνέλθετε, θα πάμε κι εμείς! Αυτές τις εντολές εκτελώ, ξέρετε»…
«Όχι, δεν ξέρω! Τίποτα δεν ξέρω»!... (Βγήκα απ’ τα ρούχα μου).
«Κακώς!... Θα έπρεπε να ξέρετε»… (Πουλάει πνεύμα ή μού φαίνεται;).
«Με βγάζεις απ’ τα ρούχα μου»…
«Α, κακό παιδί! Να ξαναμπείτε στα ρούχα σας, αμέσως»!...
«Καλά»… (Ξαναμπήκα. Παντρεμένος άνθρωπος είμαι, άλλωστε)…
«Λοιπόν; Πάμε»;
«Πάμε… Δε βαριέσαι… Τι άλλο, πια, μπορώ να πάθω χειρότερο»;
Ωστόσο, πάντα κάτι πιο χειρότερο απ’ το χειρότερο μπορεί να καραδοκεί. Πολλοί άνθρωποι λένε ότι φτάσανε στον πάτο, ενώ δεν έχουν φτάσει στον πάτο. Πρόκειται δηλαδή, για πάτο άπατο!... Κάτι τέτοιο, δεν συνέβη και με το ελληνικό χρηματιστήριο τις προάλλες; Το ίδιο και στην περίπτωσή μου τώρα… Καθώς πηγαίναμε εγώ κι αυτή, αυτή κι εγώ κι οι δυο μαζί, νάσου πέφτω πάνω, σε ποιον λέτε;
Στον Γιώργο Ανδρέα Παπανδρέου!... Ξαφνιάστηκε, ξαφνιάστηκα, ξαφνιαστήκαμε! Χάσαμε τ’ αβγά και τα πασχάλια μας κι ουρλιάξαμε με μια φωνή: «Αέρααα»!...
«Κύριε Γιωργάκη μας, εσείς εδώ»; Τον ρώτησα.
«Μαμά Μαργαρίτα», τρεμούλιασε εκείνος. Δάγκωνε τα δόντια του με τα νύχια του* (σχήμα λόγου που συναντάται στα Δημοτικά μας τραγούδια)… Είναι φανερό πως αργούσε περισσότερο από μένα να ξεπεράσει το σοκ.
«Με ποια ιδιότητα βρίσκεστε εδώ»; Τον ξαναρώτησα…
«Εεε, του σωτήρα… Με την ιδιότητα του σωτήρα βρίσκομαι εδώ», απάντησε.
«Μπα; Όχι με την ιδιότητα του καθηγητή στο Χάρβαρντ»;
«Ποιος το χ@ζει το Χάρβαρντ; Εδώ ο κόσμος χάνεται»…
«Ναι, έχετε δίκιο».
«Σύμφωνα με το σενάριο, εγώ θα βρίσκομαι μέσα στο Ούφο την ημέρα της Κρίσεως. Δεν έπρεπε να με ανακαλύψετε. Χαλάσατε το σασπένς»…
«Ω! Μην ανησυχείτε», έσπευσα να τον καθησυχάσω. «Υπόσχομαι ότι δεν θα σας προδώσω»!
«Αλήθεια»; Με κοίταξε μ’ ευγνωμοσύνη.
«Φυσικά… Αλίμονο τώρα! Έναν σωτήρα τον έχουμε, πώς μπορούμε να τον προδώσουμε; Εσείς σώσατε ολόκληρη την πατρίδα μας· έτσι θα σας αφήσουμε»;
Εμ, η αλήθεια να λέγεται…
ΤΕΛΟΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ - Συνεχίζεται…