Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (Μέρος Α΄)
Πρέπει ανυπερθέτως να γράψω!... Το αφεντικό περιμένει το άρθρο μου! Αν δεν γράψω δεν θα πληρωθώ· κι αν δεν πληρωθώ, ζήτω που κάηκα! Σαν τον ΚΑΜΕΝΟ θα τσουρουφλιστώ!!! Σαν τον ΛΑΥΡΕΝΤΗ θα γίνω φωτιά και λαύρα!...
Πιάνω μολύβι και χαρτί (χαρτί και καλαμάρι) και ξεκινώ (ωσάν το παλικάρι)… Ωχ, τι μ’ έπιασε σήμερα; Πολύ γιορτινά μού τη βγαίνω!!! Γιά κάλμααα… Κάααλμα… Λοιπόν, φύγαμε:
«Δεν σάς μιλώ για τον Διανέλο,
μήτε και για τον Μαχαιρίτσα,
γι’ άλλον να σάς μιλήσω θέλω,
που ξετρελαίνει τα κορίτσα»!...
Αχ, πάλι το διέπραξα… Λένε πως, όταν γράφεις, δεν πρέπει να απευθύνεσαι σε πρώτο πρόσωπο στον αναγνώστη… Πάλι το ίδιο λάθος· συνεχώς! Σκίζω το πρώτο χαρτί, παίρνω καινούργιο:
«Για τον Λαυρέντη τον Διανέλο,
μιλούν του σινεμά οι ταινίες
και με τον Γουλιέλμο Τέλλο
βρίσκω πολλές χαλκομανίες,
αλλά γι’ αυτόν, τον Μαχαιρίτσα,
τα λόγια σίγουρα στερεύουν,
έχει τρελάνει τα κορίτσα,
κι ας τα μαλλιά του, λιγοστεύουν»!
Ωραίος!... «Σκίζω» σήμερα – ή, για να ακριβολογώ, σκίζω και το δεύτερο χαρτί. Αφού στην ουσία πρόκειται να ασχοληθώ με διαφορετικόν ΛΑΥΡΕΝΤΗ, γιατί μπλέκω τούτους εδώ; Πάμε ξανά… «Η Τράπεζα Πρ…»…
«Τζουτζούκο μου®»!!! «Τζουτζούκο μουουου»!!!
Α, στο καλό! Δυο Σούλες!... Κάτι θα πάθανε τα μάτια μου… «Σούλα μου, γύρισες»; «Ναι, γύρισα®»!!! «Ναι, γύρισα»!!! Μπα, μού μιλάνε εις διπλούν! Κάτι θα πάθανε και τ’ αφτιά μου…
«Πού ήσουνα»;
«Στην Τράπεζα Κλώνων®»!... «Στην Τράπεζα Κλώνωωων»!...
«Και τι έκανες εκεί»;
«Πήρα τον κλώνο μου®»!!! «Πήρε τον κλώνο της»!!!
Ώπα, πουλάκι μου!... Σε τσάκωσα!!! Χε, χε, εδώ την πάτησες… Άλλα είπε η μια και άλλα είπε η άλλη… Δεν ξεγελιέμαι εγώ!...
«Σούλα μου»; Γλύκανα τη φωνή μου για να μην την τρομάξω. «Δε μού λες, αράπη μου; Ποια είναι η άλλη κυρία, που βρίσκεται μαζί σου»;
«ΜΗ ΜΕ ΞΑΝΑΠΕΙΣ, “ΑΡΑΠΗ”®»!... Κρατς®!!! «ΜΗΝ ΤΗΝ ΞΑΝΑΠΕΙΣ, “ΑΡΑΠΗ”»!... Κρατς!!! (Έσπασαν δυο τασάκια από το τραπεζάκι).
Ειλικρινά, τα χρειάστηκα!... Συνειδητοποίησα μονομιάς ότι, ούτε τα μάτια μου είχανε πάθει κάτι, αλλά ούτε και τ’ αφτιά μου! Η Σούλα πολλαπλασιάστηκε. Έγινε δύο Σούλες. Ποιος ξέρει πόσες θα γίνει στη συνέχεια, αν δεν το προλάβω…
Πέρασαν από μπροστά μου (βρισκόμουν στο χωλ) και πήγαν στο σαλόνι. Ωχ, ωχ, μιλούν μεταξύ τους:
«Εδώ είναι το σαλόνι μας, Σούλα μου®»!
«Πολύ ωραίο σαλόνι, έχετε, Σούλα μου»!
«Γούστο του Τάκη μου®»!
«Έχει ωραίο γούστο ο Τάκης ΜΑΣ»…
«“ΜΑΣ”; Είπες “μας”®»; (Θύμωσε η αληθινή).
«Όχι, καλέ! Με παρεξήγησες!!! Εν τη ρύμη του λόγου μου, το είπα…». (Δικαιολογήθηκε η ψεύτικη).
«Πρόσεχε, κακομοίρα μου®»…
«Προσέχω»…
Να δεις που αυτές οι δύο θα έχουν στο τέλος κακά ξεμπερδέματα!...
«Εεε… Συγνώμη, κορίτσια», παρενέβην εγώ…
«Λέγε, τι θες®»!... «Λέγε, τι θες»!...
«Τώρα, θα μένουμε και οι τρεις, στο ίδιο σπίτι»;
«Γιατί, σε πειράζει®»; «Γιατί, σε πειράζει»;
«Απλά, ρώτησα… Ξέρετε …ή μάλλον η Σούλα το ξέρει, αλλά να το πω και για την άλλη …Σούλα (όνειρο ζω, μη με ξυπνάτεεε!!!), εγώ είμαι αρθρογράφος μεγάλου διαδικτυακού τόπου – εχμ, του «Πολιτική Σάτιρα!» – και πρέπει να δουλεύω με ησυχία… Δηλαδή, να μην κάνετε πολύ θόρυβο και με …αποσπάτε»…
«Ω, μην ανησυχείς! Τάφοι θα είμαστε, Τάκη μου®»!... «Ναι, ναι, τάφοι θα είμαστε, καλέ Τάκη ΜΟΥ»…
Πάει, αρπάχτηκαν!... «Κορίτσια, κορίτσια! Ειρήνη υμίν!... Μην αρπάζεστε. Θα χάσετε το Νόμπελ της Ειρήνης»!...
«Το ποιο»; (Η ψεύτικη απόρησε. Φαίνεται δεν θα είχε δημιουργηθεί ακόμη, τότε που έγινε η απονομή στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
«Το έχασες, μωρή χαζή;®» (αυτή είναι η αληθινή). «Έλα να σού το δείξω… Το έχω σε DVD®»!...
Καθίσανε πλάι-πλάι στον καναπέ και η δικιά μου (αλήθεια, ποια είναι η δικιά μου; Τις ψιλομπερδεύω) έπιασε το τηλεχειριστήριο στα χέρια της. Έκλεισα με προσοχή τη συρόμενη πόρτα του σαλονιού. Άφησέ τες λίγο εκεί μέσα, μήπως μπορέσω επιτέλους να συγκεντρωθώ και να γράψω…
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ – Συνεχίζεται…