Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (Μέρος Γ΄)
Τουουουουουτ!!! Τουουουουουτ!!! Για όσους δεν κατάλαβαν, βρισκόμαστε μέσα στο θρυλικό Οριάν Εξπρές… Μόλις, μάλιστα, περνάμε ξώφαλτσα το σκοτεινό Βουκουρέστι!...
«Τζουτζούκο μου, είσαι σίγουρος ότι εμείς οι δύο είμαστε οι μόνοι επιβάτες»;
«Μίλα πιο σιγά, αράπη μου!... Σού είπα τόσες φορές να μη φωνάζεις μέσα στο βαγόνι»!...
«Μα …δε βλέπω κανέναν άλλον εδώ»! (Έχει χάσει τ’ αβγά και τα καλάθια)…
«Δε βλέπεις, ε»;
«Όχι»… (Πάντως, ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή της, προδίνει αμφιβολία).
«Τότε, για ρίξε μια ματιά σ’ εκείνο το κάθισμα, μπροστά-μπροστά», ψιθύρισα…
Στο κάθισμα που τής έδειχνα, ένα γκρίζο ρεπλίκα καπέλο δεκαετίας του ’30, εξείχε μυστηριωδώς. Θαρρείς κάποιος άντρας επιβάτης να ταξίδευε μαζί μας και φαινόταν ίσα-ίσα το κεφάλι του ή, για την ακρίβεια, το καπέλο του…
«Τι ’ναι εκεί; Ααα… Με τρομάζεις, Τάκη μου»… Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου… Ένιωθα σαν πολυβόλο τους χτύπους της καρδιάς της.
«Μη φοβάσαι, Σουλίτσα μου… Ένα ξεχασμένο καπέλο, όλο κι όλο, είναι»…
«Λες»;
«Χμ, μπορεί και όχι… Πάμε, σιγά-σιγά, να κοιτάξουμε»;
«Α, πα, πα!... Πήγαινε μόνος σου! Εγώ φοβάμαι»…
Τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ,
το τρενάκι του τρόμου, ξεκινά!
Τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ,
από μας ποιοι θα γλιτώσουμε φτηνά;
Άδειασα τη γυναίκα μου πίσω στο κάθισμά της· ύστερα, πέρασα στριμωχτά απ’ τα πόδια της (ήμουνα στη μεριά του παραθύρου) και ξεκίνησα θαρρετά να περπατώ στον διάδρομο… Το θάρρος αποτελεί κορυφαίο παράγοντα στον βιολογικό ρόλο των αντρών! Αν και, βέβαια, με τη δικιά μου, έφτανε και το τραχύ μου ροχαλητό για να με ερωτευτεί παράφορα…
Να ’χει χάρη που τώρα, με τον πύργο της, δεν την χωρίζω!... Τη δόξα πολλοί αρνήθηκαν, τους πύργους ουδείς…
Συνέχισα να προχωρώ προς το μπροστινό μέρος… Όσο όμως περισσότερο πλησίαζα το κάθισμα του παράξενου συνταξιδιώτη μας, τόσο συνειδητοποιούσα πως δεν επρόκειτο απλά για ένα μόνο καπέλο… Το καπέλο περιείχε και …κεφάλι!... Και …αφτιά!... Και …σβέρκο!... Αμάν!!! Ποιος βαράει όλα τούτα τα τύμπανα; «Είναι ο καπιταλισμ… εεε η καρδιά σου, ηλίθιε»*!... (Φόρος τιμής στον Μπογιόπουλο, αλλά θα τον επισκιάσει ο επόμενος φόρος τιμής, σε λίγο). Πάγωσα δε κυριολεκτικά, όταν ο άνθρωπος αυτός γύρισε απότομα και με κοίταξε!... Ναι, ναι, αλήθεια λέω!!! Τη μια στιγμή στεκόταν ακίνητος, σαν άγαλμα, την άλλη στιγμή – τσακ! – είχε στραφεί ασκαρδαμυκτί κατά μένα…
«Ποιος… Ποιος είστε;», τραύλισα κατουρημένος…
«Oh, how do you do, Sir»… (Γνήσια αγγλική προφορά).
«Ντου, ντου, ντου»… (Άμα δεν μού σπάσει τώρα κανένα ανεύρυσμα, δεν θα μού σπάσει ποτέ).
«Let me introduce myself…», είπε βγάζοντας το γάντι του για να μού προσφέρει χειραψία. «My name is Hercule Poirot* (φόρος τιμής στην πρωθιέρεια του αστυνομικού μυθιστορήματος, κορυφαία συγγραφέα της ανθρωπότητας, Αγκάθα Κρίστι). With whom do I have the exquisite (sic) honour to travel»?
«Ηρακλήηη»!... (Πω, πω, έπαθα την πλάκα μου. Τού έσφιξα το χέρι με την πιο μεγάλη μου εγκαρδιότητα). «Συγνώμη, μωρέ Ηρακλή!... Δεν σε γνώρισα, παλιόφιλε!... Ο Τάκης είμαι… Ο Ξαπλαρής, βρε»!!!
«Xaplaris»? Δυσκολευόταν να με αναγνωρίσει.
«From …Politiki Satira!...»… (Τού τα ’κανα πενηνταράκια για να τον βοηθήσω).
«Ah, yes… Exactly»…
«Τι “exactly”, μωρέ Ηρακλή!... Αφού δυσκολεύτηκες! Εσύ, με την κλάση σου, θα έπρεπε αμέσως να το είχες βρει»…
«Σιγκνόμι, Κσαπλαρίς, αλλά είχα άλλα στο μυαλό μου και σε κσέχασα»…
«Ντεν πειράζει… Ντεν πειράζει… Έλα, πάμε να σε γνωρίσω στη γυναίκα μου»…
Η Σούλα ενθουσιάστηκε με τη γνωριμία! Τον πήρε στα γόνατά της και τον χόρευε επί πολλή ώρα σαν μικρό παιδί! Ο καημένος ο Ηρακλής πάσκιζε ματαίως να τής εξηγήσει ότι καλύτερα θα ήταν, εχμ, αν τον άφηνε να πατάει στο έδαφος, αλλά η γυναίκα μου έκανε κυριολεκτικά σαν τρελή από τη χαρά της… Εντέλει, τής έπεσε κάτω κι έτσι σώθηκε…
«Ouch»…
«Τσοκέυ, τσοκέυ», τον κανάκεψα που πονούσε…
«Τι “τσοκέυ”, με τσάκισε η αθεόφοβη»…
«Αχ, εμένα να δεις τι μού κάνει, Ηρακλάρα μου»…
«Ξέρω! Δεν χρειάζεται να μού πεις»…
«Ντετεκτιβάρα μου, εσύ»!...
«Ρώτα με ό,τι θες! Όλα τα ξέρω»…
«Να ρωτήσω»;
«Go ahead »…
Αστεία-αστεία, είχα εντελώς ξαφνικά τη μοναδική ευκαιρία της ζωής μου, να πάρω απαντήσεις στα σημαντικότερα επαγγελματικά ζητήματα που με απασχολούν! Και, πρώτα-πρώτα, γιατί ο εργοδότης μου αθέτησε τη συμφωνία μας και, ενώ εγώ εξακολουθώ να τού δίνω κείμενα, ο ιστότοπος του εργοδότη μου τα δημοσιεύει δίχως την προσυμφωνημένη παραπομπή στον ιστότοπό μου… Περίπλοκη ερώτηση, ομολογώ, αλλά ένας Πουαρό κάτι τέτοια τα πιάνει στο φτερό!
«Listen, Takis», άρχισε να μού εξηγεί ο διάσημος φίλος μου… «Πρέπει, νομίζω, να τού στείλεις μέλι του εργοδότη σου»…
«Τού έστειλα μέλι, Ηρακλή μου»…
«Τότε, Τάκις, το μέλι που τού έστειλες το φάγανε άλλοι και ο ίδιος δεν είδε τίποτα»…
«Είχε γούστο να έγινε έτσι, Ηρακλή μου»… (Θεέ μου!... Αποκάλυψη είναι τα λόγια του, για μένα)…
«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, Τάκις»…
«Και τι πρέπει να κάνω, άραγε; Τι με συμβουλεύεις»;
«Α, είναι πολύ απλό», χαμογέλασε ο ντετέκτιβ… Με το δάχτυλό του μού έδειξε ένα κλαράκι έξω απ’ το παράθυρο. Πάνω στο κλαράκι τιτίβιζε ένα πουλί… Χελιδόνι θα είναι, σκέφτηκα… Τουίτ, τουίτ, ολοένα τιτίβιζε ευτυχισμένο…
Στο μεταξύ, στα μάκρη του ορίζοντα, μια πανύψηλη κορυφή σχηματιζόταν αχνά κι ένας τεράστιος πύργος δέσποζε πάνω της… «ΠΥΡΗΝΑΙΑΑΑ», ακούστηκε από τα μεγάφωνα η φωνή του Σταθμάρχη…
«Πανάθεμά σε, Πιέρ Μισέλ!... Με τρόμαξες»!!! Βλαστήμησε θυμωμένος ο Ηρακλής Πουαρό… Σηκώθηκε πάνω με τις βαλίτσες του στα χέρια… «Φτάσαμε στο τέρμα», δήλωσε…
ΤΕΛΟΣ Γ΄ ΜΕΡΟΥΣ - Συνεχίζεται...