Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΔΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ (Έκτακτο επεισόδιο)
«Ξύπνα, Τάκη!!! Ξύπνα!... Χιόνι πέφτει σ’ όλη τη γη»!...
«Αχφμμμ, ποιος με ξυπνά στην πρωινή δροσιά»;
«Ποια δροσιά, μωρέ Τάκη; Παγωνιά κανονική κάνει έξω»…
«Κανονική»;
«Και με τον νόμο»!...
Μέριασα την κουρτίνα με το χοντρό δάχτυλο του ποδιού μου (το κρεβάτι μας βρίσκεται δίπλα στο τζάμι) κι ανασηκώθηκα στους αγκώνες. Τι θέαμα!... Λευκές νιφάδες χιονιού έχουν σκεπάσει το μπαλκόνι! Επεκτείνονται δε, στον κάτωθι δρόμο (sic). Έτι περαιτέρω, για να το τραβήξω λιγάκι, επεκτείνονται και στ’ άλλα σπίτια, τα δέντρα, τους διαβάτες…
«Σούλα μου, απίθανο»!
«Τα βλέπεις, λοιπόν; Τα βλέπεις»; (Η Σούλα λάμπει κυριολεκτικά, απ’ τη χαρά της).
«Αυτό, αράπη μου, σημαίνει …αγκαλίτσα!...», είπα. «Γύρισε γρήγορα στο κρεβατάκι μας!!! Γιατί σηκώθηκες»;
«Μμμ»…
«Δε θέλεις»; (Έχω βρει το «κουμπί» της).
«Θέλω, μωρέ τζουτζούκο μου!... Αλλά έχω δουλειά τώρα»… (Ναζιάρικη φωνή).
Έχει δουλειά η Σούλα; Μπα; Παράξενο!... Αυτή, ούτε τον καφέ δεν μού φέρνει στο κρεβάτι. Είναι δυνατόν να άλλαξαν τα πράγματα; Μήπως το ξαφνικό τούτο χιόνι να την έκανε …άνθρωπο;
«Τι δουλειά έχεις, αφρατούλα μου; Μού ετοιμάζεις πρωινό; Μού αλείφεις φυστικοβούτυρο; Μού φτιάχνεις καφέ στο μπρίκι; Μού ψήνεις τοστάκια στην τοστιέρα»;
«Όχι καλέ!... Σού έβαλα “τους σκύλους στην αγγάρεια”»! (Αινιγματική απάντηση με γνωμικό).
«Δηλαδή»; (Μ’ έπιασε περιέργεια).
«Έλα να δεις»!...
Αχ, «curiosity killed the cat» (να χρησιμοποιήσω με τη σειρά μου ένα γνωμικό και δη αγγλικό). Σηκώθηκα και την ακολούθησα. Μπρρρ, κρύο! Διασχίσαμε το χωλ· μπροστά αυτή, πίσω εγώ. Με ξετρελαίνουν τ’ αποπίσω της – γι’ αυτό άλλωστε την παντρεύτηκα. Φορτώθηκα, βέβαια, και τα υπόλοιπα, αλλά δε βαριέσαι…
«ΙΔΟΥ»!... Φώναξε όλο καμάρι, σταματώντας απότομα στη μέση του σαλονιού, με μοιραίο επακόλουθο να τρακάρω πάνω της! Όχι ότι δεν ήθελα, ε; Κόλλησα στο κορμί της τρυφερά, περνώντας τα χέρια μου στις …βουνοκορφές!
«Ιδού το καλλιτέχνημά μου», ξανάπε εκείνη, μοιάζοντας να μη συγκινείται ιδιαίτερα από τον ερωτικό μου οίστρο…
«Πού ’ν’ το, επιτέλους;», μουρμούρισα βιαστικός. Θ’ αφήσουμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια; (Σε καλό μου, τι μ’ έπιασε σήμερα με τα γνωμικά); Ακούμπησα τη μουσούδα μου στον αριστερό της ώμο και προσπάθησα να δω τι μού δείχνει…
«Ω, Θεέ μου!!!», ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη. «ΕΣΥ το έκανες αυτό»;
Εντυπωσιακότερο πράγμα δεν μού ’τυχε ποτέ στη ζωή μου!... Τέτοιο γλυπτό από χιόνι!... Τέτοια σμιλεμένη αρτιότητα! Δια χειρός Σούλας!!! Σούλας Μιζερή, της κόρης του γνωστού αλλαντοπώλη, Μήτσου Μιζερή! (Θεός σχωρέσ’ τον). Έχω μια καλλιτέχνιδα μέσα στο σπίτι μου και δεν το γνώριζα τόσον καιρό;
«Σούλα μου, τι υπέροχο άγαλμα»!!!
«Εεε, είναι ο …Βενιζέλος»…
«Α, κι εγώ νόμισα πως είναι ο Βούδας».
«Όχι, καλέ!... Ο Βενιζέλος είναι. Ο Βαγγελάκης μας»…
«Ναι, ναι! Το καταλαβαίνω καλύτερα τώρα»…
Αισθάνθηκα ξαφνικά, σάμπως να βρίσκομαι μέσα στο Σαλέ της Μαντάμ Τισσό! Αλλά, αντί για κέρινα ομοιώματα, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα απίστευτο γλυπτό από πάγο. Και, μάλιστα, σε φυσικό μέγεθος! Φάτσα στην μπαλκονόπορτα του σαλονιού μας. Πάνω στο παρκέ μας!
«Εεε… Μήπως χαλάσει το παρκέ με την υγρασία»;
«Μωρέ Τάκη μου, τι είναι ένα παρκέ μπροστά στην καλλιτεχνία;», διαμαρτυρήθηκε η Λεονάρντα ντα Βίντσι μου!
«Σωστό»!... (Ντράπηκα και που ρώτησα…).
«Τον πέτυχα»;
«Πολύ»!!! (Πω, πω, η σεμνότητά της, σπάει κόκαλα).
«Έδωσα προσοχή στη λεπτομέρεια»…
«Το βλέπω, αράπη μου»… (Στεκόμουν ενεός, με την ευλάβεια των επισκεπτών ενός μουσείου).
«Μέχρι και το στικάκι τού έβαλα στο χέρι»…
«Το, ποιο»; (Έπεσα απ’ τα σύννεφα).
«Το στικάκι!... Δεν το βλέπεις»; (Θίχτηκε κάπως).
«Ααα, το στικάκιιι. Πώς δεν το βλέπω, μωρό μου! Το βλέπω και το πάρα-βλέπω… Είναι το αληθινό»;
«Ασφαλώς, τζουτζούκο μου! Πρόκειται για το …αυθεντικό», δήλωσε κατηγορηματικά…
Πλησίασα και απέσπασα (ω, ιεροσυλία!) το στικάκι από το χέρι του Βενιζέλου… Μέχρι και το όνομα της μάρκας, μπορούσα καθαρά να διακρίνω… Η υποδοχή USB, άψογα καμωμένη. Το φωτάκι που αναβοσβήνει! Όλα μα όλα στην επιφάνειά του, στην τρίχα φτιαγμένα…
«Σούλα μου, δικό σου κομψοτέχνημα είναι κι αυτό»;
«Όχι, τζουτζούκο μου… Αυτό είναι ένα στικάκι του εμπορίου»…
«Α, πες μου έτσι… Κι έπαθα την πλάκα μου, μωρέ παιδί μου»…
«Άκουσε, Τάκη…», εξήγησε υπομονετικά η γυναικούλα μου. «Το συγκεκριμένο στικάκι πήγα εγώ η ίδια και το προμηθεύτηκα από μαγαζί. Αλλά, τούτο εδώ το CD από το οποίο το αντέγραψα, είναι το αυθεντικό CD που όλοι το ψάχνουνε. Έτυχε και το βρήκα ένα πρωί στα σκουπίδια έξω από το γραφείο κάποιου πρώην υπουργού …μάλλον Παπακωνσταντίνου θαρρώ πως λέγεται»…
Και λέγοντας αυτά, έβγαλε από την τσέπη του μπουρνουζιού της το αυθεντικό CD και το ακούμπησε στο τραπεζάκι…
Δείτε την ανάρτηση και στο Enikos.gr