Ads



10 Φεβρουαρίου 2013

Οι περιπέτειες του Τάκη Ξαπλαρή - Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ


Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ

Α΄.

Πάντα όταν πλησιάζουν οι Απόκριες, νιώθω έναν κόμπο· να, εδώ! Στο στομάχι… Κι όταν μού συμβαίνει αυτό, τρώω-τρώω και δεν χορταίνω. Σήμερα το μεσημέρι, φέρ’ ειπείν, έφαγα του σκασμού, γιουβετσάκι κοτόπουλο! Απ’ τα χεράκια της Σούλας μου! Μμμ, μούρλια!... Φαγωμούς δεν είχε – που λέει ο λόγος, δηλαδή…

Διότι, φαγωμούς ΕΙΧΕ!...

Ευτυχώς πάντως, περίσσεψε αρκετό. Πού να «καταφέρω» ολόκληρο το ταψί; Όσο, πια, κι αν είμαι «χαραμοφάης», το ταψί είναι ταψί! Δεν τρώγεται με τη μία!... Έμεινε να φάμε κι απόψε, άλλη μια δόση… Η γυναικούλα μου, τρέχει ήδη στο περίπτερο να φέρει δυο παγωμένες μπύρες κουτί.

Χωρίς μπύρα το γιουβέτσι,
θα ’ναι μάλλον έτσι κι έτσι!
Άμα πιεις όμως μια μπύρα,
τι τα θες; Μιλάει η πείρα!...

Για ποιητής κάνω! Τι κρίμα που οι ποιητές λεφτά δεν κάνουν. Άμα οι στίχοι ήταν ευρώ, δεν θα ’ταν δύσκολο να βρω! Δεν θα ’ταν δύσκολο να βρω, φιλώ σταυρό! φιλώ σταυρό!... Θα πλήρωνα και τους πιστωτές μας: Το μανάβη, τον μπακάλη, τον χασάπη, τον ψαρά… Α, και τον υδραυλικό που τελευταία μάς άλλαξε τους σωλήνες του μπάνιου. Κολυμπούσαμε μέχρι να τους αλλάξει. Εννοώ, κολυμπούσαμε έξω απ’ την μπανιέρα. Ενώ τώρα, περιοριζόμαστε μέσα.

Με οικονομία στο νερό.
Με οικονομία στο φως.
Με οικονομία στο τηλέφωνο.

Φως, νερό, τηλέφωνο!... Τελικά εμείς δεν είμαστε διαμέρισμα! Είμαστε εξοχικό στην Κερατέα!...

«Τζουτζούκο μου»!... (Ωχ, η Σούλα γύρισε. Ελπίζω να μη με άκουσε που μονολογώ).
«Τι μονολογείς, τζουτζούκο μου; Έχει χάρμα καιρό έξω!... Έλα να βγούμε μια βολτούλα»!
«Έφερες τις μπύρες»;
«Αμέ! Τις βάζω στην κατάψυξη… Δεν είναι όμως να κλειστούμε στο σπίτι! Στην πλατεία γίνεται χαμός!... Κάνουν πρόβα για το Καρναβάλι!!! Σήμερα κατεβαίνουν τα ερασιτεχνικά πληρώματα! Θα παρελάσουν στη γειτονιά!!! Τι λες; Πάμε να τους δούμε»;
«Πεινάω, βρε Σουλίτσα μου… Δεν τρώμε λίγο, πρώτα»;
«Αμάν, μωρέ Τάκη, με τη λαιμαργία σου!... Μού ’πρηξες το συκώτι, τρία χρόνια που ’μαστε παντρεμένοι!... “Πεινάω”, “νια-νια-νια”, “πεινάω”… Δεν σε αντέχω άλλο!!! Μπου-χου-χου!!! Θέλω να χωρίσουμεεε»…
«Καλά ντε… Μην κλαις! Μ’ έπεισες… ΔΕΝ πεινάω. Άντε πάμε»…
«That’s my Takis!... Τώρα σε αναγνωρίζω, παιχταρά μου»!

Ουφ, έσωσα τον γάμο μου… Αλλά με τι τίμημα; Οι γυναίκες μας, καθόλου δεν καταλαβαίνουν εμάς τους άντρες. Πρέπει να είμαστε συνεχώς σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, μπροστά τους. Πότε θα σηκώσουμε μια επανάσταση; Έχω καεί τόσο, που θα με βγάλουν αρχηγό τους οι εξεγερμένοι!

«Είπες κάτι, τζουτζούκο μου»;
«Μπα, όχι! Κάτι δικά μου λέω»…
«Το γουνάκι μου βάζω κι είμαστε έτοιμοι»…

Ορίστε, η αναίσθητη! Δεν ρωτάει ούτε αν θέλω να πάω μια στιγμή στην τουαλέτα… Μόλις, δηλαδή, η κυρία φορέσει το γουνάκι της, εγώ πρέπει να τρέχω ξωπίσω της σαν το σκυλάκι. Ε, δεν σφάξανε!... Αυτή τη φορά θα ασκήσω τα δικαιώματά μου.

«Περίμενε μισό λεπτό, αγάπη μου. Πάω για κατ…»…
«Δεν προλαβαίνουμε τώρα!... Εμπρός, εμπρός, φεύγουμε! Μόλις γυρίσουμε, τα υπόλοιπα»… Κλικ-κλικ, κλείδωσε κιόλας…
«Μα, μου…»…
«Ήρθε το ασανσέρ! Δε θα μού κρατήσεις την πόρτα»;
«Πώς… Ναι… Βεβαίως… Περάστε, μανδάμ»…
«That’s my Takis!... Με κάνεις περήφανη, αγορίνα μου»!

Γκρρρ… Γ@μ, γ@μ!... Γ@μ@σέ τα!!!

Β΄.

Κατεβήκαμε αγκαζέ στην πλατεία… Κάθε που συναντούσαμε γνωστούς, η Σούλα μού έσκαγε κι από ’να φιλί στο στόμα, ώστε να βλέπουν οι γνωστοί και να ζηλεύουν την απέραντη ευτυχία μας. Κάθε που συναντούσαμε αγνώστους όμως, μπορούσε να μού αστράψει ακόμα και καρπαζιά!

«Άνοιξε το βήμα σου· δεν προλαβαίνουμε».
«Το ανοίγω»…
«Πιο πολύ! Πες, βρε παιδί μου, ότι πηδάς την τάφρο των λεόντων»!
«Μα, δεν έχουμε πουθενά τάφρο των λεόντων».
«Κακώς! Ο δήμαρχος έπρεπε να έχει προνοήσει»!

Ιδού, γιατί οι γυναίκες δεν κυβερνάνε τον κόσμο! Όλο τάφρους με λέοντες θα σκάβανε… Ανδροκρατία και πάλι ανδροκρατία! Η επανάστασή μας, έρχεται – θυμηθείτε το! Θα σαρώσουμε τα σκουπόξυλα. (Προτού να μας σαρώσουν με τα σκουπόξυλα)…

Ω, βασιλιά Καρνάβαλε,
με σε, κανείς δεν τα ’βαλε,
τον κόσμο διασκεδάζεις τζάμπα,
με ρόδα, τσάντα και με σάμπα!

Φτάσαμε στην πλατεία ή, μάλλον, στο σαμποδρόμιο της γειτονιάς μας!!! Πω, πω, τρομερή ατμόσφαιρα!... Ημίγυμνες χορεύτριες, τορνευτές και λυγιστές!... Άντρες με το φανελάκι! Μαντήλια να κουνάν… Αντίο!!! Επ, φεύγει η Σούλα…

«Σούλα μου, πού πας»;
«Πάω να ενωθώ με τα πληρώματα»!
«Μα, εσύ δεν ξέρεις από σάμπα»!
«Ξέρω και πάρα-ξέρω»…
«Δε θα σε δεχτούν»! (Έκανα την ύστατη προσπάθεια να την μεταπείσω).
«Θα με δεχτούν! Δέχονται ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ… Είναι προκριματικά και μπορούν να συμμετέχουν και ερασιτέχνες»…
«Έρχομαι κι εγώ τότε»…
«Έλα»!...

Την ακολούθησα, κυρίως για να την προστατέψω με το κορμί μου*. (Φόρος τιμής στον μεγάλο Έλληνα πολιτικό, Άδωνι Γεωργιάδη). Ωστόσο, ΕΜΕΝΑ ποιος θα με προστατέψει; Κυκλοφορούν πολλές γυμνόστηθες γύρω μας!... Ως πότε θ’ αντέξω ο καψερός; Ecce Taurus, που λένε κι οι Ισπανοί! Λαός του Νότου, η κρίση τους έχει σακατέψει… Αλλά τους ταύρους, εξακολουθούν να τους πιάνουν απ’ τα κέρατα. Απ’ τα κέρατα, επαναλαμβάνω… Όχι από κάπου αλλού!!! ECCE TAURUS, λοιπόν!!!

Μπραζιλέιρο, μπραζιλέιρο,
εις το Ρίο ντε Τζανέιρο,
και στο κέντρο, στο Κουκάκι,
Βραζιλιάνες με σορτσάκι!

Μακαρένα, Μακαρένα,
στου Σάο Πάολο την αρένα
και πιο ’δώ, στου Φιλοπάππου,
Μακαρένα κάπου-κάπου!

Σάμπα φόρτσα, Σάμπα πρίμα,
στην καυτή την Ιπανίμα,
αλλά και στη Γαργαρέττα,
Σάμπα φόρτσα, νέτα-σκέτα!

Και πού δεν παρελάσαμε!... Ξεκινήσαμε από την πλατεία, ανηφορίσαμε τα δρομάκια του λόφου, φτάσαμε μέχρι τους πρόποδες της Ακρόπολης, ροβολήσαμε Μακρυγιάννη και ξανά-μανά πλατεία!... Κι όλη την ώρα να χορεύω – να χορεύει κι η Σούλα, να έχουμε κυριολεκτικά ξεβιδωθεί!...

«Και τώρα, παιδιά, βουρ! Συνεχίζουμε για την κάτω γειτονιά», ακούστηκε τσιριχτή η φωνή του αχόρταγου πλήθους! Να δεις, συλλογίστηκα, τώρα θα περάσουμε κι απ’ το σπίτι… Όμως, τι κακό! Τι τρομερή θεοσημία ξαφνικά μάς βρήκε; Κρατς!... Έπεσε ο Καρνάβαλος στο έδαφος! ΕΣΠΑΣΕ!!! Έγινε χίλια κομμάτια!... Ευτυχώς που δεν τραυμάτισε κανέναν!

«Έσπασε ο Καρνάβαλοooς», θρήνησαν όλοι θρηνητικά (sic)!
«Μην κάνατε έτσι, θα τοποθετήσουμε άλλον στη θέση του», διαβεβαίωναν πανικόβλητοι οι διοργανωτές.
«Κακό σημάδιιι», ξαναθρήνησαν όλοι θρηνητικά (très-sic)!
«Να, να! Βρήκαμε άλλον καρνάβαλο», φώναξαν τότε οι διοργανωτές πλησιάζοντας σαν αφηνιασμένοι προς το μέρος μου. «Πώς λέγεστε, κύριε;», με ρώτησαν.

«Εεε, Τάκης Ξαπλαρής λέγομαι. Έκανα τίποτα*»; (Φόρος τιμής στο μεγάλο μας τραγουδιστή Σάκη Ρουβά και τη διαφήμιση με την εν λόγω ατάκα).
«Ανεβείτε πάνω στο άρμα, παρακαλούμε! Θα κάνετε ΕΣΕΙΣ για λίγη ώρα τον βασιλιά Καρνάβαλο, ώσπου να καταφθάσει με ελικόπτερο ένα νέο πορσελάνινο μοντέλο. Άλλωστε, τού μοιάζετε καταπληκτικά και κανείς δεν θα καταλάβει τη διαφορά»…
«Μα, κύριοι διοργανωτές, εγώ δεν…»…

«Σκασμός, Τάκη»! Πετάχτηκε από δίπλα μου η Σούλα. (Ωρέ, φίδι κολοβό που τρέφω στον κόρφο μου)… «Θα πεις “ναι”, Τάκη»! (Ωρέ, Εύα αμαρτωλή που έχω φορτωθεί στον σβέρκο μου)… «Θα ανεβούμε μαζί, Τάκη! Ο βασιλιάς Καρνάβαλος μαζί με την γυναίκα του, Σούλα, θα λένε όλοι»… (Ωρέ, η τρέλα δεν πηγαίνει στα βουνάαα)…

Γ΄.

Και - που λέτε – έγινα εγώ ο βασιλιάς Καρνάβαλος για μια μέρα! Το πλήθος, προς μεγάλη μου έκπληξη, εξακολουθούσε να ζητωκραυγάζει… Στο πλευρό μου, η Σούλα με τιάρα και σκήπτρο, παρίστανε τη θρυλική γυναίκα του Καρνάβαλου, την Βρωμούσ… εεε την Μέδουσα…

«Σουλίτσα μου, ίσιωσέ μου το στέμμα»…
«Δεν πέφτει! Στο έχουν καρφιτσώσει»!
«Ίσιωσέ το μου, εσύ! Νιώθω να γλιστράει προς τα μπροστά»!...
«Τσουπ! Ορίστε… Είναι καλύτερα τώρα»;
«Χμ, θα δείξει»…

Μελαγχόλησα… Βλέπω τα πάντα αφ’ υψηλού κι αυτή η εικόνα μού ρίχνει την ψυχολογία! Νάτο, το μανάβικο που ψωνίζουμε. Χρωστάμε στον μανάβη τριακόσια ευρώ… Πικρόχολες σκέψεις. Αφού δεν περίσσεψαν ποτέ, να τον πληρώσουμε! Ωχ, ο μανάβης, με είδε!!! Μάνα μου, με είδε και μοιάζει να έχει άγριες διαθέσεις εναντίον μου!!!

«Κατέβα κάτω, ρε»!... (Ο μανάβης φωνάζει και κουνάει τα χέρια του, αγριεμένος! Δόξα τω θεώ που ο ξέφρενος πανζουρλισμός σκεπάζει τη φωνή του και μόνο εγώ καταλαβαίνω τι λέει)…
«Κατέβα κάτω, αν το λέει η περδικούλα σου, ρεεε»!...
«Πριτς»! Τού έκανα με τον αγκώνα…
Ο μανάβης τα πήρε! Παράτησε το μανάβικό του και ενσωματώθηκε στους πανηγυριστές. Χορεύει κιόλας! Γυμνόστηθες τού τραβάνε το πουκάμισο. Το σκίζουνε!... Γυμνός ο μανάβης, πλησιάζει το άρμα μου! Όπου να ’ναι, θα σκαρφαλώσει και θα με πιάσει!!!

Νάτο και το μπακάλικο… Χρωστάμε και στον μπακάλη, σχεδόν πεντακόσια ευρώ… Τώρα μάλιστα! Αν κι ο μπακάλης συμπεριφερθεί όπως ο μανάβης, τη βάψαμε. (Στο μεταξύ, η Σούλα δεν έχει πάρει χαμπάρι γρι για τις αγωνίες μου. Σειέται και λυγιέται του καλού καιρού)…

Ο μπακάλης, με βρισιές και με κατάρες, αμέσως μόλις με αντιλήφθηκε επάνω στα ψηλώματα, χίμηξε μέσα στο πλήθος και τώρα σχεδόν τσίτσιδος όπως κι ο μανάβης, προσεγγίζει το άρμα μου!... Το ίδιο κι ο Ψαράς, παρακάτω! Το ίδιο κι ο χασάπης!... Κι ο υδραυλικός!... Όλοι με είδανε και με κυνηγάνε!!! «Σούλα», τόλμησα να διακόψω τη γυναικούλα μου…
«Μη με διακόπτεις! Χορεύω», έκανε λαχανιασμένη η Σούλα…
«Αγάπη μου, μας …κυνηγάνε»!...
«Οι μέλισσες»; Απόρησε αυτή.
«Όχι! Οι πιστωτές μας»!!!
«Η ιδέα σου είναι, βρε Τάκη μου! Πάντα φαντασιόπληκτος εσύ»!...

Απελπίστηκα… Με όση ψυχραιμία μού απέμενε, υπολόγισα τους χρόνους για την …επαφή:

Μανάβης: 1 λεπτό
Μπακάλης: 1 λεπτό, 15΄΄
Ψαράς: 1 λεπτό, 45΄΄
Χασάπης: 2 λεπτά, 04΄΄
Υδραυλικός: 3 λεπτά, 00’’
Τζένη*: 3 λεπτά, 20’’ (Φόρος τιμής στον Γουόλτ Ντίσνεϋ και την θρυλική του ηρωίδα Τζένη, την αγαπημένη του θείου Τράγκ… εεε Σκρουτζ).

«Αγάπη μου», είπε ξαφνικά η Σούλα…
«Πολύ αργά», μοιρολόγησα εγώ τραγουδιστά.
«Αγάπη μου, αυτό δεν είναι το διαμέρισμά μας»; Επέμεινε η πολυαγαπημένη μου γυναικούλα.

Πράγματι, το διαμέρισμά μας ερχόταν καταπάνω μας! Το μπαλκόνι μας στον δεύτερο όροφο, η διάπλατη μπαλκονόπορτά μας, βρίσκονταν πλέον σε απόσταση αναπνοής. Επιτέλους, είναι καιρός για να δείξω τον αντρισμό μου. Αρκετά υπάκουσα τη Σούλα σε όλα τα ζητήματα. Τώρα έφτασε σειρά μου!...

«Σκαρφάλωσε στην πλάτη μου, μωρή»!... (Φωνή γεμάτη πυγμή). Η Σούλα σκαρφάλωσε…
«Κρατήσου γερά, μωρή»!... (Μα, ποιος είμαι; Ο Τζον Τραβόλτα;). Η Σούλα κρατήθηκε…
«Ετοιμάσου να πηδήξουμε, μωρή»!... (Ο Μπάτμαν). Η Σούλα ετοιμάστηκε…
«Πηδάμε, μωρή»!...

Το εγχείρημα του πηδήματος στέφτηκε τελικά από απόλυτη επιτυχία!... Ότι και να περιγράψω θα είναι λίγο… Κατρακυλήσαμε αγκαλιασμένοι στο παρκέ στο σαλόνι και το παχύ χαλί (ακόμα το χρωστάμε στον καρπετά) απόσβεσε τους κραδασμούς του χτυπήματος, με αποτέλεσμα να σηκωθούμε σώοι και αβλαβείς… Τίναξα τις σκόνες από το σακάκι μου, όπως ακριβώς θα έκανε κι ο Σον Κόνερι στον Πράκτορα 007.

Get our toolbar!
comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B