Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΤΑΚΗ
«Αχ, μωρέ Τζουτζούκο μου, ντρέπομαι!...», νιαούρισε η Σούλα βγαίνοντας από το bathroom! (Έτσι τη λέμε εμείς την τουαλέτα, λόγω παγκοσμιοποίησης).
«Γιατί ντρέπεσαι, Σουλίτσα μου; Αντρόγυνο δεν είμαστε; Κακώς ντρέπεσαι…», τη μάλωσα τρυφερά.
«Όχι, καλέ! Δεν εννοώ αυτό!...», συνέχισε στον ίδιο τόνο η γυναικούλα μου.
«Αλλά; Τι εννοείς τότε»; Παραξενεύτηκα πραγματικά…
«Να! Πριν λίγο, τηλεφώνησαν από το Enikos! Την ιστοσελίδα με την οποία συνεργάζεσαι…».
«Ε και;», έκανα δήθεν αδιάφορα. Σιγά τώρα, μη δείξω ότι με νοιάζει κιόλας… Κοτζάμ Τάκης Ξαπλαρής, με κάτι άρθρα φαρδιά και μακρουλά σαν σεντόνια, αλίμονο να μη με θέλουνε στο Enikos. Με θέλουνε και με πάρα-θέλουνε. Χρυσό φλουρί είμαι για κείνους!...
«Τηλεφώνησε κάποια κυρία Ελισάβετ»…
«Καλά, σκουπίσου πρώτα και μετά μού λες…», είπα βάζοντας ξανά την εφημερίδα μπροστά στα μούτρα μου για να συνεχίσω το διάβασμα. Έπρεπε να την αφήσω να πάει να σκουπιστεί. Παρότι ήταν τυλιγμένη με μια μεγάλη πετσέτα μπάνιου, τα νερά στάζανε από το κορμί της κι είχαν σχηματίσει μικρή λιμνούλα στο μωσαϊκό του χωλ, εκεί ακριβώς που πατούσε… Κινδύνευε να γλιστρήσει κανείς!
«Σήκω, μωρέ Τάκη, απ’ τον καναπέ επιτέλους! Η κυρία Ελισάβετ ζήτησε να τηλεφωνήσεις στον διευθυντή»…
«Του Enikos»; (Ωχ, τώρα άρχισα εγώ να ντρέπομαι).
«Ναι»…
«Εντάξει, αγάπη μου, θα τηλεφωνήσω. Όμως, δεν κατάλαβα· γιατί ντρέπεσαι»;
«Ντρέπομαι για λογαριασμό σου, βρε κακομοίρη· γιατί δεν έχεις μια γραμματέα!... Η κυρία Ελισάβετ, είναι η γραμματέας του διευθυντή. Κι εσύ, με τόση αξία, με τέτοιο μυαλό-σκεπάρνι, να μην έχεις μια γραμματέα; Τι θα σκέφτονται οι άνθρωποι για σένα»;
Έλα ντε!... Ειλικρινά, προβληματίστηκα… Ενόσω, λοιπόν, η γυναικούλα μου αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί, κάλεσα την Χρυσή Ευγηρία, εεε Ευκαιρία – η ευγηρία μόνο χρυσή δεν μπορεί να είναι μ’ αυτήν την κρίση – κι έδωσα αγγελία για γραμματέα. Άντε, δεν πειράζει· ας προσλάβω μια γραμματέα. Διότι, πού πας χωρίς γραμματέα την σήμερον ημέρα, κύριε; Με μια γραμματέα, αρχίζει η μέρα σου ωραία!... (Που λέει και το τραγούδι, δηλαδή).
Δυο ώρες αργότερα, έλαβα το πρώτο τηλεφώνημα από ενδιαφερόμενη για τη θέση: Ντριν, ντριν!
«Οουμπρόις»! (Άμα ξεχνιέμαι μιλώ βλάχικα).
«Καλησπέρα σας»! (Γλυκιά, ποθητή φωνούλα).
«Καλησπέρα»… (Μιλώ μπάσα και με σοβαρότητα. Ο ρόλος του αφεντικού πρέπει να μού ταιριάξει γάντι, αν θέλω να προοδεύσω στη ζωή).
«Ζητάτε γραμματέα»;
«Ναι»! (Κάνω χρέη του βαθμού μου).
«Τι ώρα μπορώ να περάσω για συνέντευξη»;
«Στις τρεις»… (Τέτοια μούτρα δεν γερνάνε).
«Μα, τρεις, κοντεύει τώρα!», διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα.
«Κόψε το λαιμό σου, να ’ρθεις»! Απάντησα.
«Μάλιστα».
«Πώς σε λένε»;
«Αφροδίτη»… (Σε τούτο το σημείο έλιωσα λίγο).
«Εντάξει, Αφροδίτη… Σε περιμένουμε από κοντά, για να σε δοκιμάσουμε»… Κλικ, κατέβασα το ακουστικό. Μην τής δίνω περισσότερο αέρα…
«Σούλα!!! Σουλίτσα»!!!
«Έρχομαι, έρχομαι! Πώς κάνεις έτσι, Τάκη μου; Μύγα σε τσίμπησε»;
«Έλα, παιδάκι μου! Μην αργείς»!...
Η Σούλα πρόβαλε αναστατωμένη από την πόρτα της κουζίνας με μια πετσέτα στο ’να χέρι κι ένα μαχαίρι στο άλλο.
«Τι θες; Λέγε! Καθαρίζω καρότα για τη φασολάδα».
«Παράτα τη φασολάδα και δίνε του»!...
«Πώωως»; Προσβλήθηκε γερά ή μού φαίνεται;
«Εεε, Σούλα μου… Καταφθάνει όπου να ’ναι η νέα μου γραμματέας», εξήγησα διπλωματικά. «Καλό είναι να μη σε βρει εδώ»…
«Μπα; Και γιατί»;
«Ε, τι θα πει η κοπέλα; Ότι έχω τη γυναίκα μου στο γραφείο; Σκέψου, ο διευθυντής του Enikos, φέρ’ ειπείν, να είχε και τη γυναίκα του κοντά… Δεν είναι ωραία εικόνα, αγάπη μου»… (Μάλλον την έπεισα)…
«Καλά, φεύγω! Θα είμαι στη γειτόνισσα. Κάνε μου αναπάντητη στο κινητό όταν τελειώσεις».
«Στην Νίτσα»; (Η Νίτσα μένει στο διπλανό διαμέρισμα).
«Ναι, στην Νίτσα. Και, πρόσεχε τι θα λες! Θ’ ακούω, απ’ τον τοίχο»!
«Ακούγεται»; (Είχε γούστο)!
«Έχει γκρεμίσει η Νίτσα την μόνωση για να εντοιχίσει ντουλάπα κι ακούγεται ακόμα κι ο ψίθυρος!»… (Αυτά δεν τα ’ξερα)!
Ντλιννν, ντλον!!! (Το κουδούνι της πόρτας).
«Ποιος είναι»; (Φωνή αφεντικού εγώ).
«…Η Αφροδίτη, κύριε»! (Δειλή, όπως το περίμενα).
«Γκουχ… Περάστε»! Άνοιξα χειροκίνητα την πόρτα βάζοντας μια υποσημείωση στο μυαλό μου ότι αύριο θα φέρω μαραγκό να μού φτιάξει αυτόματο σύστημα.
Η Αφροδίτη φορούσε κοντή-κοντή φουστίτσα – ή μήπως ήταν ανδρικό κασκόλ με καφέ ανοιχτά και καφέ σκούρα τετραγωνάκια, πιασμένο γύρω-γύρω με παραμάνα; Από πάνω ένα κολλητό μπουστάκι μαύρο, μμμ, μπουστάκι και συχώριο! Ξανθά μαλλιά καμωμένα κοτσιδάκια, σαν τις παλιές εκείνες γραμματείς και φαρισαίες, τις υποκρίτριες! Στήθος πλούσιο, τορνευτό… Πόδι χυτό, αγαλματένιο (χωρίς καλσόν). Την πέρασα στο σαλόνι…
«Το επώνυμό σου, Αφροδίτη»;
«Στόουν! Αφροδίτη Στόουν με λένε»… (Αχ, αχ)…
«Κάποια συγγένεια με την Σάρον Στόουν»; (Κάθισε σταυροπόδι στην απέναντι κόκκινη πολυθρόνα).
«Από τη μέση και κάτω μόνο»…
«Ω»! (Άλλαξε πόδι στο σταυροπόδι).
«Βασικό ένστικτο», ψέλλισα ξέπνοα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. «Έχετε μια πραγματικά διάσημη συγγενή». Καλό είναι μεν, οι υπάλληλοί σου να μη σού παίρνουν τον αέρα, αλλά έκρινα πως η συγκεκριμένη κοπέλα χρειάζεται ένα-δυο καλά λόγια, για να αποδώσει στη συνέχεια τα μέγιστα…
«Ευχαριστώ»… Χαμήλωσε το βλέμμα της συνεσταλμένα. Από μεριάς μου, βούλιαξα ακόμα πιο βαθιά στην δικιά μου πολυθρόνα. Να βλέπω καλύτερα, όσο γίνεται…
«Και δε μού λέτε; Τι γνωρίζετε από γραφομηχανή»;
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΛΑ». Άμα σού μιλάει η γκόμενα για δουλειά, μεταμορφώνεται σε άλλο άνθρωπο.
«Κι από κομπιούτερ»;
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΛΑ». Χμ, σάμπως πολύ αυτοπεποίθηση έχει τούτη. Για στάσου να τη δοκιμάσω… Μην πάρουμε και γουρούνι στο σακί, ε;
«Ακούστε, δεσποινίς… Εγώ θα σάς υπαγορεύω κι εσείς θα γράφετε»…
«Πού θα γράφω, καλέ»;
«Μα, στο κομπιούτερ! Δεν το βλέπετε το κομπιούτερ»;
«Ααα κι εγώ έλεγα πως είναι …ραπτομηχανή»!
«Όχι, μανάρι μου! Κομπιούτερ είναι. Καθίστε αναπαυτικά και γράφτε»…
«Να ξεκουμπώσω την παραμάνα, για να μη με στενεύει»;
«Άμα ξεκουμπώσεις την παραμάνα, θα μπουκάρει η καραμάνα και τότε τη βάψαμε! Μείνε προς το παρόν όπως είσαι κι αρχίνα. Λοιπόν, υπαγορεύω…».
«Σας βρίσκω κάπως αινιγματικό, κύριε Τάκη μου»…
«Σκασμός!... Γράφε: ΠΟΙΟΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ; (ερωτηματικόν)»…
«Το ίδιο αναρωτιόμουν κι εγώ, κύριε Τάκη μου»!...
«Δεν με νοιάζει τι έκανες εσύ! Γράφτο!... Μ’ έσκασες»…
Τακ-τακ-τακ, τακ-τακ-τικ, τοκ-τοκ-τοκ, τουκ-τουκ, ε-ρω-τη-μα-τι-κόν… «Το ’γραψα!!!».
«Ο ΣΑΜΑΡΑΣ Ή ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ; (ερωτηματικόν)»…
Τακ-τακ-τακ, τικ-τικ-τικ, τοκ-τοκ-τακ, τουκ-τικ, ε-ρω-τη-μα-τι-κόν…
«ΓΙΑΤΙ ΑΠΕΡΓΟΥΝ ΤΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΑ; (ερωτηματικόν)»…
«Μπα; Απεργούν και τα βυτιοφόρα»;
«Γράφε, μωρή»! (Τα πήρα κρανίο).
Τακ-τακ-τακ, τικ-τακ-τοκ, τουκ-τοκ-τουκ, τοκ, ε-ρω-τη-μα-τι-κόν…
«ΒΟΘΡΟΙ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΑΔΕΙΑΝΟΙ»;
«Μπόχα και δυσωδία, κύριε Τάκη μου! Που λέτε, ο ξάδερφός μου, ο Τέλης, έχει βυτιοφόρο. Παίρνουνε πολύ λίγα χρήματα, κύριε Τάκη μου, και τρώνε όλα τα σκ@τά… Δεν ήξερα για την απεργία τους! Πολύ λυπήθηκα, κύριε Τάκη μου… Τικ-τακ-τοκκκ…»…
«Ααα, ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ»!!!
Τακ-τακ-τακ, α-πο-λύ-ε-σαι…
«ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ πραγματικά! Δε σε θέλω!... Εξαφανίσου να μη σε βλέπω!... Δε μού κάνεις! Ελληνικά μιλάμε!!! ΔΕ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ.
«Μα… Άμα μού το ζητούσατε, ευχαρίστως θα …σάς έκανα…»…
«Βρε, ουστ, να μού χαθείς, ξετσίπωτη»!!! Ούρλιαξα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου (ν’ ακούει και η Σούλα, να χαίρεται).
Πάντως, πριν η κοπέλα διασχίσει το κατώφλι μου κι εξαφανιστεί άρον-άρον, πρόλαβα να τής ρίξω στην τσάντα (ξέχασα προηγουμένως να περιγράψω ότι κρατούσε μια τσάντα φούξια με χρυσό αλυσιδάκι) το προσωπικό κινητό μου τηλέφωνο. Για γραμματέας δεν κάνει, αλλά ΠΑΝΤΑ Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΧΤΗ…