Ads



1 Μαρτίου 2013

Οι περιπέτειες του Τάκη Ξαπλαρή – Ο ΤΑΚΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ (Μέρος B΄)


Ο ΤΑΚΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ (Μέρος B΄)

Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης

Όποιος δεν έχει κάνει φυλακή – με τον Καπετανάκη και με τους λοιπούς διάσημους τροφίμους των σκληρών σωφρονιστικών καταστημάτων (sic) της χώρας – δεν μπορεί να καταλάβει τι καημός είναι μεγάλος, ο καημός της φυλακής… Αφού να σκεφτείτε, ούτε room-service δεν υπάρχει στα κελιά. Χτυπάς παλαμάκια για να έρθει ο groom και, αντί για τον groom, σού προκύπτει ξαφνικά …δεσμοφύλακας!

«Χρειάζεται κάτι ο κύριος»; Ρώτησε ο δεσμοφύλακας.
«Όχι», απάντησα με κομμένη την ανάσα αναπηδώντας στο σκαμνί μου… Με τρόμαξε, ο άτιμος! Σαν δράκουλας ήρθε και στάθηκε έξω απ’ τα κάγκελα με τούτη την στολή και τις γαλότσες.
«Νόμισα πως χτυπούσατε παλαμάκια»… (Εκνευριστική η επιμονή του).
«Χτυπούσα παλαμάκια από την απελπισιά μου! Μην ανησυχείτε για μένα, κύριε δεσμοφύλακα»…
«Ευχαριστώ που μού το λέτε», έκανε ανακουφισμένος εκείνος. «Ξέρετε, τις προάλλες αντιμετώπισα μεγάλο πρόβλημα μ’ έναν άλλον κρατούμενο. Τον Λάκη Τραμπαλά, αν τον γνωρίζετε»…
«Όχι, δεν τον γνωρίζω… “Γαβαλά” έχω ακουστά, αλλά “Τραμπαλά”, δε μού λέει κάτι»…
«Για τον ίδιο μιλάμε»!... Το πρόσωπο του δεσμοφύλακα φωτίστηκε. «Απλά, εμείς εδώ, τον βαφτίσαμε “Τραμπαλά”, γιατί όλο μπελάδες μάς δημιουργεί»…
«Αλήθεια; Τι μπελάδες»; (Με τρώει ο κ@λαράκος μου να μάθω).
«Να! Με μια κατσαρίδα!!! Η γνωστή ιστορία. Και, που λέτε, η κατσαρίδα “βρμμμ, βουουουου, φρρρρτττ, χραρ-χραρ”. Και, “σπλατς”, τής δίνει μία στη μούρη με το περιοδικό που κρατούσε και πάει κι αυτή, και τα αβγά της, αιωνία της η μνήμη και των απογόνων της»…
«Αμήν»!...
«Και μετά, ρίξαμε τον κλήρο και έλαχε σε μένα – ωιμέ! Σε μένα – να πάρω το περιοδικό με τα χέρια μου και να το πετάξω στα σκουπίδια!... Το διανοείστε, καλέ μου κρατούμενε»;

Έμεινα έκθαμβος! Τι τραβάνε, λοιπόν, οι κακόμοιροι οι δεσμοφύλακες… Βαρέα και ανθυγιεινά, το λιγότερο!... Πραγματικά τούς αξίζει να αμείβονται με διπλό μισθό. Αυτοί, για να κρατήσουν έναν φυλακισμένο μια φορά, διπλοφυλακίζονται! Έγνεψε «γεια» κι έφυγε. Γκλαν-γκλαν-γκλαν, οι χειροπέδες στη ζώνη του, κροτάλιζαν όλο και πιο σιγανά, ώσπου ο ήχος τους, σβήστηκε εντελώς στο βάθος του διαδρόμου…

«Μην τού μιλάς πολύ αυτουνού», μια φωνή με συμβούλεψε από το απέναντι κελί…
«Επ, ποιος είναι εκεί»; Κοίταξα σαν μύωπας.
«Ο Άκης»…
«Ο Τσοχατζόπουλος»;
«Εμ, ποιος; Ο Παυλόπουλος»; (Θύμωσε κι αποπάνω).
«Μην προσβάλλεστε! Μακάρι να ήσασταν ο Παυλόπουλος – δεν θα βρισκόσασταν εδώ μέσα»…
«Σιγά!... Το να είσαι κλειδωμένος σ’ ένα κελί και το να είσαι κλειδωμένος σ’ ένα κουβούκλιο στο Golden Hall, είναι ένα και το αυτό, αγαπητέ κύριε, εεε…»…
«Ξαπλαρής!... Τάκης Ξαπλαρής»…
«Ναι, ναι, κύριε Ξαπλαρή μου. Κι ο δεσμοφύλακας με τον οποίον μιλούσατε είναι μια έχιδνα φαρμακερή. Οχιά διμούτσουνη καρφάτη»!!!
«Καρφάτη, ε»;
«Σού παίρνει λόγια»…
«Δηλαδή»; Αποφάσισα να τον κουρντίσω λίγο, μήπως και βγάλω λαυράκι!
«Εμένα, τις προάλλες, μού έκανε το φίλο»…
«Άντε, καλέ»!...
«Κι όταν τον εμπιστεύτηκα για τα καλά, τού αποκάλυψα το όνομα του Σμπώκου»…
«Ω, και τι έγινε»;
«Πήγανε και πιάσανε τον Σμπώκο»…
«Τον φέρανε Κορυδαλλό»;
«Στο κελί το διπλανό σου! Εγώ τον βλέπω, εσύ δεν τον βλέπεις… Τον ξυπνήσαμε με την κουβέντα μας. Πιάνει το μπουζουκάκι του, τώρα… Χασμουριέται, τώρα… Ξύνεται, τώρα… Ψάχνει την πένα του μπουζουκιού του, τώρα… Σσστ, αρχίζει το άσμα του, τώρα»…

«Ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι… Ένα ελικόφτερο θα ’ρθείιιι…
Ντρίγκι, ντρούγκου, ντρίγκι… Όλοι το καρτερούμ’ ορθοίιιι…
Κι αν πάει ο πηγαιμός καλάααα,
θα ιδείς την ανεμο-σκαλάαα»!...

Εγώ κι ο Άκης Τσοχατζόπουλος, σαν να έχουμε κάνει πολύωρες πρόβες από πριν, επαναλάβαμε ντουέτο, με καταπληκτική επιτυχία, το ρεμπέτικο ρεφρέν:

«Κι αν πάει ο πηγαιμός καλάααα,
θα ιδείς την ανεμο-σκαλάαα»!...

Και συνέχισε παρακάτω ο Σμπώκος το τραγούδι του, μερακλωμένος και βαρύς:

«Ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι… Αν όμως πιάσει μια βροχήηη…
Ντρίγκι, ντρούγκου, ντρίγκι… Αυτό πολύ μ’ ανησυχείιιι…
Θα φύγει το ελικο-φτερόοοο
και θα μάς ρίξουν στο φτερόοοο»!...

ΤΟΥΟΥΟΥΤ!!! Ένας τρομερός ήχος, σαν σφύριγμα παλιάς ατμομηχανής από τον καιρό της βιομηχανικής επανάστασης, διέκοψε απότομα την μικρή τούτη σιέστα που οι τρεις εμείς κατάδικοι είχαμε στήσει καταμεσής στην έκτη πτέρυγα των πιο φριχτών φυλακών από καταβολής του ελληνικού κράτους, ever…

Μια τραχιά φωνή ταυτόχρονα, αντήχησε στα μεγάφωνα: «ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΖΕΣΘΑΙ!!! ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ»!!!

Φορώντας τις ριγέ στολές μας με τα νούμερα – το δικό μου νούμερο, φερειπείν, ήταν το 7777 – σχηματίζοντας ο ένας πίσω απ’ τον άλλο μια μακριά γραμμή, αρχίσαμε με βήμα στρατιωτικό να κατευθυνόμαστε, «εν-δυο», προς τον κήπο, aka αυλή του κτιρίου… Όμορφα που θα είναι – σκέφτηκα – να βρεθώ ξανά στον καθαρό αέρα, να μοσχομυρίζουν τα τριαντάφυλλα και οι γαρδένιες…

Προς μεγάλη μου, ωστόσο, απογοήτευση, η περιβόητη αυλή δεν ήταν παρά ένας δύσοσμος φωταγωγός, όπου όλοι μαζί στριμωγμένοι προσποιούμασταν πως ανασαίνουμε, πως ξεδίνουμε, πως απολαμβάνουμε τη φύση… Μια σιδερένια σκάλα δίπλα μου, οδηγούσε στην ταράτσα κι η ταράτσα μάλλον φάνταζε καλύτερη, αλλά θα επιτρέπανε άραγε ν’ ανέβω; Το αποτόλμησα…

Είχα ήδη σκαρφαλώσει τα τρία πρώτα σκαλοπάτια, όταν πίσω μου αντιλήφθηκα ότι ακολουθούσε ο Άκης… «Φύγε, Άκη!», τού ψιθύρισα. «Αν μας δούνε και τους δυο μαζί, θα μας σταματήσουν»…
«Μπα! Αφήνουνε», έκανε αυτός.
«Κάνουν τα στραβά μάτια»;
«Όχι! Επιτρέπεται. Αλλά δεν το ξέρουν οι άλλοι και μένουν στο φωταγωγό. Ανέβαινε και μη μιλάς»!

Θυμήθηκα τον μύθο του Αζαζέλ… Εκείνου του κακόμοιρου που κουβαλούσε συνεχώς μια πέτρα και ποτέ του δεν την ξεφόρτωνε νομίζοντας πως θα τον εμποδίσουν. Ενώ, ακόμα και οι φρουροί του, εύχονταν μια μέρα να τον δούνε να την ξεφορτώνει… Πέθανε, τελικά, με την πέτρα αυτή στην πλάτη…

Στην ταράτσα, εγώ κι ο Άκης βολτάραμε άνετα, χαρήκαμε τον ήλιο στο πρόσωπό μας, απολαύσαμε τα λευκά περιστέρια που πετούσαν ολόγυρά μας και ξεχάσαμε την σκληρή μας μοίρα…

«Γ@μώ την καταδίκη μου, γ@μώ», μουρμούρισε ο Άκης…
«Γ@μώ», υποτονθόρυσα στον ίδιο τόνο…
«Ένα ελικόπτερο, για φαντάσου! Ένα ελικόπτερο», μουρμούρισε ο Άκης…
«Για φαντάσου», υποτονθόρυσα στον ίδιο τόνο…
«Όχι, ρε μάγκα μου!», είπε ο Άκης. «Ελικόπτερο στον ορίζοντα!... Αλήθεια σού λέω»…

Πράγματι!... Την στρογγυλή του έλικα κινώντας, ένα ελικόπτερο κατάφθανε από πέρα… Στον γυάλινο θάλαμο διακυβέρνησης, θαμπά διακρίνονταν ο πιλότος! Έριξα γεμάτος έξαψη μια γρήγορη ματιά στους φρουρούς – στα τέσσερα σημεία του τετραγώνου – για να δω πώς θ’ αντιδράσουν. Έμοιαζαν αποσβολωμένοι…

Το ελικόπτερο πλησίασε πιο πολύ…

Νάτος ο πιλότος! Είναι γυναίκα. Ναι, έβλεπα καθαρά τώρα! Γυναίκα ξανθιά, παχουλή και… Μα καλέ, αυτή είναι η Σούλα!!! Θεός φυλάξοι, η γυναίκα μου, πιλοτάρει ελικόπτερο! Α, δεν πάμε καλά!!! Δεν πάμε καθόλου καλά!... «Σούλααα», ούρλιαξα! Με είδε…

«Πιάσε την ανεμόσκαλα, Τάκη», φώναξε με έναν τηλεβόα η Σούλα. Οι φρουροί, στο μεταξύ, αντί να σηκώσουν τα όπλα τους και να πυροβολήσουν, χαιρετούσαν τη Σούλα από μακριά έχοντας βγει απ’ τις σκοπιές τους. «Καλημέρα σας, κυρία Σούλα»! «Πώς είστε, κυρία Σούλα»! Μέχρι και ο διευθυντής τον φυλακών, εμφανίστηκε στο ψηλό του παράθυρο και τής κουνούσε μαντήλι! Αν είναι δυνατόν!...

Ανενόχλητος αναρριχήθηκα με ευκολία στο πιλοτήριο και κάθισα πλάι της. Με καταπληκτική μαεστρία, τότε, εκείνη σήκωσε το ελικόπτερο κι απομακρυνθήκαμε στον ουρανό!

«Καλά, πώς έγινε αυτό το θαύμα»; Τη ρώτησα.
«Κέρδισα πέντε χιλιάδες ευρώ, στην Real News, αγαπημένε μου»! Με πληροφόρησε.
«Αμάν! Συγχαρητήρια, μωρό μου! Πήγες και πλήρωσες τα χρέη»;
«Ναι!... Για σένα το έκανα. Πλήρωσα τα δύο ευρώ “έναντι”»!
«Και τα υπόλοιπα; Τα πέντε χιλιαρικάκια»;
«Τα έδωσα όλα, για να νοικιάσω το ελικόπτερο, τζουτζούκο μου»…

Και κλάααμα εγώ…

Get our toolbar!
comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B