Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Πάλι τον Γιώργο Αυτιά βλέπαμε σήμερα, στον ΣΚΑΪ! Καταρχάς, πολύ καλημέρα σας, κυρίες και κύριοι – «και αγαπητά μου παιδιά», όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Ευγένιος Σπαθάρης – πώς κοιμηθήκατε απόψε; Πώς ξυπνήσατε σήμερα;
Αχ, αχ, βαριά τα στρώματα την Κυριακή, γλυκό το μαξιλάρι! Εμπρός, εμπρός, σηκωθείτε τεμπελχανάδες και τεμπελχανούδες! Ιδού εμείς, δουλεύουμε· δεν καθόμαστε! Α, πα πα! Μεξικό καταντήσαμε! Σομπρέρος κατεβασμένα και «τα ζώα μου αργά»!
Νισάφι!...
Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, για τον Αυτιά!... Ο Αυτιάς, που λέτε, φιλοξενούσε σήμερα τον Ροβέρτο Σπυρόπουλο, διοικητή του Ι.Κ.Α. Και ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος, διοικητής του Ι.Κ.Α. τα είπε φαρσί, ότι δηλαδή «το Ι.Κ.Α. πάει πρίμα, όλα λειτουργούν “ρολόι” και τα λοιπά, και τα λοιπά». Και τον ρώτησε, κάποια στιγμή, ένας εκ του πάνελ, ονόματι Καραμέρος (ή Καράμερος σύμφωνα με τον Αυτιά): «Και, κύριε Σπυρόπουλέ μου, τι γίνεται με τα εκατομμύρια που καταχράστηκαν τα Κόμματα; Διότι εσείς υπήρξατε ταμίας εκεί, κάποια εποχή»…
Για να απαντήσει ο διοικητής του Ι.Κ.Α.:
«Κοιτάξτε, κύριε Καραμέρε μου (ή Καράμερε, σύμφωνα με τον Αυτιά), πρέπει να τα βρούνε φιλικά τα Κόμματα με τις Τράπεζες, να γίνει ένας διακανονισμός και να κλείσει το θέμα. Πιο πολλά χρήματα κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να εισπραχθούν, παρά με προσφυγές στη Δικαιοσύνη».
«Μα, κύριε Διοικητά», τόλμησε να αντιμιλήσει ο Καράμερος, εεε Καραμέρος (βλέπεις τι μάς κάνεις Αυτιά, τώρα;), εδώ μιλάμε για πολλά εκατομμύρια ευρώ και, συν τοις άλλοις, για οφειλές ακόμη και στο Ι.Κ.Α.».
«Ε, καλά τώρα», απάντησε απαξιωτικά ο Σπυρόπουλος κουνώντας μάλιστα το χέρι του σε μια χειρονομία αφερίμ. «Ας μην το κουβεντιάσουμε από την τηλεόραση. Εκτός αέρα, έχω πολλά να σάς πω»…
Κρίνοντας τούτη την στάση του διοικητή του Ι.Κ.Α., έρχονται στο μυαλό μας όλοι εκείνοι οι συνάνθρωποί μας που με αλυσίδες (= χειροπέδες) στα χέρια οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα για μικρές ή μεγάλες οφειλές των επιχειρήσεών τους. Φερειπείν, κάποιος γνωστός μόδιστρος, που την κουνάει την αχλαδιά, ο οποίος ζήτησε ακριβώς το ίδιο: «Καλέ, βγάλτε με απ’ την φυλακή, να ανοίξω ξανά την επιχείρησή μου, να μαζέψω τα λεφτά που σάς χρωστάω και να σάς τα δώσω»
«Όχι», αρνήθηκε ο εισαγγελέας.
«Γιατί;», απόρησε κουνιστός και λυγιστός ο άλλος.
«Διότι την κουνάς την αχλαδιά»!
«Άντε, καλέ»!
«Που σού λέωωω»…
Και αναρωτιόμαστε εμείς, «κυρίες και κύριοι και αγαπητά μου παιδιά» (αιωνία σου η μνήμη, αθάνατε Σπαθάρη, γείτονά μας εν ζωή εδώ στο Μαρούσι), γιατί να μην υπάρχει ένας φιλικός διακανονισμός και για τον Μάκη, τον Λάκη, τον Σάκη, τον οποιοδήποτε πολίτη, μα να υπάρχει μόνο για τα Κόμματα; Δηλαδή, τα Κόμματα δεν έχουν υπευθύνους να πάνε «μέσα»; Και με βραχιολάκια (= χειροπέδες) στα χέρια;
Συμπέρασμα: Οι λέξεις «αλυσίδες» και «βραχιολάκια», σημαίνουν «χειροπέδες»… Τ’ ακούς, Ροβέρτα; (Μια παλιά μας γκόμενα).