ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΞΑΠΛΑΡΗ – Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Τίτλος έκτακτου επεισοδίου: Ο ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ Η …ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Στην μνήμη του Γιάννη Καλαμίτση
Τι χαζός που είναι ο Άη Βασίλης τελικά!... Τρεις μέρες πέρασαν από τα Χριστούγεννα, κι αυτός ακόμα να φανεί. Και να πεις ότι τού κλείσαμε την πόρτα; Εντελώς το αντίθετο! Τού την ανοίξαμε διάπλατη, την κάψαμε μάλιστα στο τζάκι λόγω ψύχους, για να μπει σαν κύριος, εεε σαν άγιος ήθελα να πω, να τον καλοδεχτούμε με κουραμπιέδες και μελομακάρονα εγώ κι η Σούλα η γυναικούλα μου, που τόσο λαχταρούμε να μάς φέρει τα δώρα μας επιτέλους, αντί να τα κρατάει εκεί στην Καισαρεία, να τα τοκίζει και να βγάζει κέρδος δι’ ίδιον και μόνον όφελος.
Τρεις μέρες τώρα, λοιπόν, με ένα ραδιοφωνάκι στη διαπασών – το οποίο φυσικά τι άλλο θα έπαιζε από Real FM και «Τεντυμπόηδες των Γιορτών» – και με το τζάκι συνεχώς αναμμένο καίγοντας πρώτα όλα τα τραπέζια και τις καρέκλες μας, για να προχωρήσουμε μετά στις πόρτες τις εσωτερικές του σπιτιού και να καταλήξουμε στο τέλος στην κακόμοιρη την εξώπορτά μας… Ευτυχώς που το σπίτι είναι νοικιασμένο – χρωστάμε μια ντουζίνα ενοίκια, αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο – και δεν πειράζει τόσο πολύ που το χαλάσαμε, ε; Ίσως να πειράξει βέβαια τον ιδιοκτήτη, αλλά τέτοιος που είναι, καλά να πάθει.
Μεταξύ μας, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είναι ένας σκληρός Εμπενίζερ Σκρουτζ, που τον ενδιαφέρει μοναχά η περιουσιούλα του και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για δυο ψυχές (εμάς δηλαδή) που τού κάνουμε την τιμή και την ευχαρίστηση να τον έχουμε προτιμήσει σε μια αγορά κατοικιών όπου όλα ξενοικιάζονται κι όλα ξεπουλιούνται προκειμένου να πληρωθούν χρέη, χρέη κι άλλα χρέη των φτωχών «υπηκόων» της χώρας μας, όπως αποκάλεσε τους πολίτες σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Γιώργο Αυτιά ο Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, Θεοχάρης ονόματι, λες κι έχουμε ακόμα για πολίτευμά μας τη Βασιλεία.
Αχ, τώρα που το μελέτησα, γνώρισα παλιά μια Βασιλεία, ξανθιά, βυζαρού και με στρογγυλούς γλουτούς, ποθητή στο έπακρο, που έτσι και το ήξερε η γυναίκα μου, θα είχαμε πολλές σκηνές ζηλοτυπίας στο κρεβάτι μας. Αλλά φυσικά, δεν το ξέρει, χε, χε! Ούτε κι η Βασιλεία όμως το είχε καταλάβει (άτολμος και δειλός εγώ ων), αλλά κι αυτό, αλλουνού παπά βαγγέλιο είναι επίσης και τα εν οίκω μη εν δήμω, πώς να το κάνουμε; – θα συμφωνήσετε, ευελπιστώ.
«Τζουτζούκο μου», φώναξε η Σούλα από την κρεβατοκάμαρα. «Αγαπούλα μου», ξαναφώναξε στο καπάκι.
«Τι τρέχει, βρε Σούλα; Τώρα δα, δεν σηκωθήκαμε; Θέλεις πάλι να κουκουλωθούμε στο πάπλωμα»;
«Αμέ», νιαούρισε εκείνη.
«Μα, άφησέ με τουλάχιστον να βάλω το κούτσουρο που βαστώ στη φωτιά και θα έρθω αργότερα».
«Ποιο… Ποιο κούτσουρο»; Ενδιαφέρθηκε.
«Από το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας! Εσύ δεν μού είπες να το ξεστολίσω και να κάψουμε τον κορμό του»;
«Ε, αφού δεν μάς έμεινε μήτε παλούκι, μωρέ Τάκη μου»…
«Οκέυ, αυτό ακριβώς κάνω! Μείνε ξαπλωμένη στο κέντρο να μού κρατάς το στρώμα ζεστό κι έρχομαι». (Υπολόγισα το αξιοπρεπές της κατά πλάτος εκτόπισμα, εγγύηση για να ζεσταθεί μια σχετικά ικανοποιητική έκταση τετραγωνικών εκατοστών – ή μάλλον μέτρων).
«Βαγιομάτ»!!! (Για βρισιά μοιάζει τούτο εδώ, αλλά ας το αντιπαρέλθω)…
«Νάτο! Ιδού!!! Το έβαλα. Πω, πω!... Άκου το, πώς τσιτσιρίζει»!
Έτρεξα, σαν καλό παιδί, στον νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου. Καλύτερα καθαρά και παγωμένα, παρά ζεστά και μουτζουρωμένα. Μουτζουρωμένα χέρια έχει ο Λιάπης! Ο Τσοχατζόπουλος! Ο Τομπούλογλου (αν τον λέω σωστά). Ο Ρουσό! Ο Ζακ Υβ Κουστώ όταν έπιανε δίχως γάντια τα γιγάντια εκείνα καλαμάρια στο βυθό! Ευθύς κατόπιν, χώθηκα ωραία-ωραία ξανά στα κλινοσκεπάσματα, «δεύτερη ώρα εκπομπής», ειρήσθω εν παρόδω, ανακοίνωσαν οι «Τεντυμπόηδες των Γιορτών», Άκης Παυλόπουλος και Μάνος Νιφλής, κι η Σούλα τσίριξε γιατί στο πρώτο μου άγγιγμα την πάγωσα άθελά μου. «Δεύτερος γύρος αγαπούλες», την παρηγόρησα αμέσως, με τη βαθιά ποθητή φωνή μου, τη φωνή του μυστηρίου …του Γάμου.
«Χο, χο, χο, χοοο»!!! Ακούστηκε ξαφνικά μια ολόιδια με τη δική μου μπάσα φωνή απέξω. Πιο συγκεκριμένα, από τον ουρανό. Και, εν συνεχεία, «γκουχ, γκουχ, γκουχ», ξανακούστηκε πιο βραχνή τώρα: «Φτού πού να πάρει και να σηκώσει, γκουχ, γκουχ, πνίγηκα από την καταραμένη την καπνιά σας, ευλογημένοι!... Καλά, τι καίτε; Μαζούτ»;
«Άγιε Βασίλη», φώναξα πηδώντας σαν αίλουρος από το κρεβάτι. «Εδώ! Εδώ βρισκόμαστε!... Στην κρεβατοκάμαρα».
«Μπα; Χο, χο, χο, χο! Εγώ ποτέ δεν μπαίνω μέσα στις ξένες κρεβατοκάμαρες», απάντησε η φωνή. «Μπαίνω από τις καμινάδες στα σαλόνια των ανθρώπων. Και, όπως είναι λογικό, κανένας άνθρωπος δεν φτιάχνει το τζάκι του στην κρεβατοκάμαρα, για να μην πνιγεί από τις αναθυμιάσεις, όπως πνίγηκα εγώ αυτή τη στιγμή εξαιτίας σου, ελεεινό και τρισάθλιο τέκνο μου»…
«Άγιε Βασίλη, πού είσαι; Δεν σε βλέπω», ρώτησα γεμάτος αγωνία έχοντας κρεμαστεί κυριολεκτικά ο μισός από το παραθυράκι του φεγγίτη.
«Μες στον καπνό και την αθάλη, γκουχ και ξαναγκούχ»!!!
«Πάρ’ το όλο δεξιά», τον καθοδήγησα. «Στοπ, μην τρακάρεις στα κεραμίδια… Κόψε τώρα το τιμόνι ανάποδα!... Καλός είσαι έτσι. Κάνε λίγο ευθεία… Στόπ· τέλεια… Προσγειώσου εκεί· έχει χορτάρι. Εντάξει, δεν γράφουνε· γιορτινές μέρες είναι, σιγά μην πάρεις κλήση. Τράβα χειρόφρενο και βάλε το λεβιέ στην “νεκρά”. Ερχόμαστε· περίμενέ μας»…
«Σούλα, σήκω!... Ήρθε ο Άη Βασίλης. Έλα να κατεβούμε στον κήπο να παραλάβουμε τα δώρα μας».
«Ήρθε επιτέλους ο αχαΐρευτος;», διαμαρτυρήθηκε η Σούλα. «Αλήθεια, τι έκανε τόσες μέρες; Εμείς, τα Χριστούγεννα τον περιμέναμε. Τώρα δέησε»;
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ» θυμοσόφησα εγώ. «Μην αργείς πολύ, γιατί θα το μετανιώσει»!
«Ώστε θα το μετανιώσει κιόλας; Τοκίζει τα δώρα μας, παίρνει τους τόκους σε λογαριασμό του στην Ελβετία και μού λες ότι θα μάς βγει κι από πάνω, ο άπληστος»;
«Ωχ, ωχ», βόγκηξα… Αν η γυναικούλα μου τού πάει κόντρα, συλλογίστηκα, ενδέχεται να σηκωθεί και να φύγει χωρίς να μάς χαρίσει τίποτα. «Αγάπη μου, άσε καλύτερα. Θα πάω μόνος μου και θα τού πω ότι είσαι λίγο άρρωστη, εεε, να! Πονάει το κεφάλι σου και δε θέλεις σεξ κι άλλες τέτοιες δικαιολογίες που λέτε εσείς οι γυναίκες συχνά. Θα με πιστέψει, στ’ ορκίζομαι. Εντάξει, μωρό μου»;
«Εντάξει! Πήγαινε. Από τον Άη Βασίλη δεν κινδυνεύω να σε ξελογιάσει. Δεν είναι αυτός, σαν την πατσαβούρα τη Βασιλεία»…
«Τη Βασιλεία», γούρλωσα τα μάτια μου άναυδος. «Πώς την ξέρεις εσύ τη Βασιλεία»;
«Τη Βασιλεία να μην ξέρω εγώ; Είχε έρθει μια νύχτα στο σπίτι και σε ζήτησε. Εσύ έλειπες και μού τα είπε όλα, χαρτί και καλαμάρι»!
«Όλα; Ποια όλα»; (Το …τίποτα;).
«Πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί σου»… Αμάν, αμάν!...
«Και… και… τι άλλο»; Τραύλισα δαγκωμένος από απέραντο πόθο.
«Κι ότι σε ήθελε να σε παντρευτεί, αλλιώς θα πεθάνει»…
«Τι… Τι… τής απάντησες»;
«Την έδιωξα κακήν-κακώς. Αν αληθεύει ότι “θα πέθαινε χωρίς εσένα”, τώρα ασφαλώς θα βρίσκεται στα θυμαράκια. Αλλά, έννοια σου, δεν πεθαίνουν αυτές»!!!
Αχ, Βασιλεία μου! Βασιλειούλα μουουου!!! Μπιπ-μπιπ-μπιπ. Ο Άη Βασίλης κορνάρει από τον κήπο. «Τι θα γίνει; Θα ’ρθείτε, καμιά φορά; Γκουχ-γκουχ!... Έχω και άλλους να επισκεφθώ. Το παρακάνατε»!...
«Έρχομαι, Άγιε μου Βασίλη, έρχομαι»… Πετάχτηκα έξω βιαστικά. Το έκληθρο του Άη Βασίλη βρισκόταν παρκαρισμένο πάνω στο γκαζόν, το οποίο γκαζόν είχε σκεπαστεί με χιόνι, ενώ το χιόνι είχε μια καφετιά απόχρωση από τις στάχτες του τζακιού μας που έκαιγε συνεχώς και οι στάχτες του τζακιού μας, επίσης, είχαν σκεπάσει και τη λευκή γενειάδα του Άη Βασίλη και αντί για γέρος έμοιαζε με νέο, με μαύρα γένια και πρόσωπο αγριωπό.
«Καλώς μάς ήρθες, Άγιε μου Βασίλη», τον καλωσόρισα.
«Ποιος Άγιος Βασίλης και κουραφέξαλα;» έκανε εξαγριωμένος εκείνος. «Εγώ, δεν είμαι ο Άγιος Βασίλης»!
«Μπα; Και ποιος είστε καλέ; Ο Γιάννης Στουρνάρας»;
«Όχι!... Είμαι ο άντρας της Βασιλείας! Πρόσεξε καλά, κακομοίρη μου!... Μην ξαναενοχλήσεις τη γυναίκα μου, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα! Κατάλαβες»;
Οπωσδήποτε… Και πολύ καλά, μάλιστα.