Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Μια νύχτα μαύρη, που ’χε πιει δυο καραφάκια με ούζο,
ο Ευαγγελάτος κάλεσε με μιας τον Αλαφούζο!
Στο κινητό πέφτει η γραμμή, στο σταθερό τον βρίσκει,
«κυρ-Γιάννη μου», τον χαιρετά… «Τι θέλεις; Πίνω ουίσκι»!
«Κυρ-Γιάννη, πήρα να σού πω, πόσο πολύ σε πάω»…
«Παράτα, ρε, τις γαλιφιές!... Αφού δεν είσαι ΠΑΟ»!
«Κυρ-Γιάννη κι Αλαφούζο μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι του σταθμού του ΣΚΑΪ κι ανθέ της ερημιάς μου»!
«Κόψε τα καλοπιάσματα, μη γίνει της π…τάνας»…
«Σήμερα που ’τρωγα βραστές τις μπάμιες της Τατιάνας,
»μια σκέψη μού ’ρθε στο μυαλό, να φύγω να σ’ αφήσω»…
«Πω, πω!... Τι λες; Ετρόμαξα… Και δε θα ’ρχόσουν πίσω»;
«Καθόλου, βρε κυρ-Γιάννη μου… Θα σ’ άφηνα για πάντα».
«Σείξου μωρέ απ’ τη θέση σου! Βγες λίγο στη βεράντα»!
«Το ’κανα· κι ήπια δυο νερά, σαν να ’ταν, Γιάννη μου, ούζα
και την Τατιάνα βούτηξα, τής έβγαλα την μπλούζα»!
«Πες παρακάτω, Νικολή!... Μ’ αφήνεις σ’ αγωνία»…
«Ε, να... Μωρέ… Την στρίμωξα λιγάκι, στη γωνία!
«Αλήθεια, ρε; Πολύ καλό!... Χαίρομαι για τους δυο σας…
Εγώ παντρεύτηκα μια γριά, που ’χει τα χούγια γκιόσας»!
Τι το ’θελε και το λέγε τούτο το παρατσούκλι,
πετάχτηκε η γυναίκα του, με τη φωνή της Χούκλη:
«Ποιος μ’ είπε “γκιόσα”, Γιάννη μου; Μήπως ΕΣΥ με είπες»;
«Όχι, καλέ! Δε σ’ είπα ’γώ. Ξεχνιούνται τέτοιες π…πες;
»Ο Ευαγγελάτος, κούκλα μου, πατόκορφα σε βρίζει,
γι’ αυτό κι ευθύς ΤΟΝ ΑΠΟΛΥΩ!... Νικόλα, take it easy»!