Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Για πού ξεκίνησες να πας, είκοσι χρόνων παλικάρι;
Κι άμα σε πλήγωσαν αυτοί που ’χουν προβιά και δόντι λύκου,
γιατί το δέχτηκες, γιατί, τέτοια να τούς προσφέρεις χάρη;
Τώρα μ’ ολόλευκα φτερά τη θύρα κρούεις τ’ ουράνιου σου οίκου.
Την ύστερή σου την στιγμή, χρυσό στεφάνι πριν φορέσεις,
πάλεψες όχι να σωθείς, μα τα θεριά να συγχωρέσεις.
Για πού τραβάς και χάμω εδώ, σε περιμένουν οι δικοί σου;
Τι γύρεψες; Στην κοινωνία να γίνεις χρήσιμος· σπουδαίος!
Δίψασες μόρφωση να βρεις πληρώνοντας με τη ζωή σου!
Δέξου το δάκρυ το καυτό, που πλήθη χύνουνε με δέος.
Δέξου το δάκρυ το καυτό, που χύνει η μάνα και σπαράζει.
Γι’ αυτήνε μάτωσες, γι’ αυτήν, για να σε δει καθώς σού πρέπει,
χωρίς ανέσεις των πλουσίων, με λιγοστά λεφτά στην τσέπη.
Κι ιδού: Όλη η χώρα σε θρηνεί κι όλος ο κόσμος σε δοξάζει!...
Καλό ταξίδι… Τη χαρά, στην πάναγνη ψυχή σου πλάι,
Βαγγέλη, να ’χεις συνοδειά, να σ’ οδηγεί, να σού γελάει!...