Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Είναι πολλοί – κι εγώ μαζί τους – που όταν αισθάνονται ότι υπάρχει μια σταθερή κυβέρνηση κι όταν, σε γενικές γραμμές, τα πράγματα δείχνουν δρομολογημένα και ήρεμα, δίχως τίποτα δηλαδή να ταράζει σοβαρά την καθημερινή ζωή, σταματούν να ασχολούνται με τα πολιτικά και αφοσιώνονται στα δικά τους θέλω, τις δικές τους μέριμνες, μελέτες, χόμπι, έλξεις…
Προσωπικά, λοιπόν, λαχταρώ να βλέπω ακύμαντο τον ωκεανό, να νιώθω τη σιγουριά της προστασίας που το κράτος μού παρέχει, να με περιβάλλει η θαλπωρή κι η αγάπη των συμπατριωτών μου, να μοιράζομαι τις ίδιες αγωνίες, τους ίδιους πόθους και προσδοκίες, πάντα σε σταθερό έδαφος πατώντας, ανεξάρτητα από το αν στη Βουλή λαμβάνουν χώρα σφοδρές αντιπαραθέσεις – και πότε δεν λάβαιναν; – κι αν ο κάθε πολιτικός για μικροκομματικά ως επί το πλείστον συμφέροντα κάνει κάθε τρεις και λίγο άνω-κάτω τον κόσμο ολόκληρο…
Αφοσιώνομαι στο λογοτεχνικό μου έργο· γράφω συνεχώς – σχεδόν δεν υπάρχει μέρα που να μην έπιασα τον στυλό να γράψω έναν-δυο στίχους, ακόμα κι όταν θάνατοι συγκλόνισαν την οικογένειά μου, πάλι στίχους έγραψα, πάλι κάποιο σημείωμα με λίγα θλιβερά λόγια έκρυψα στο συρτάρι μου. Και δεν το κάνω για λεφτά, λεφτά ποτέ δεν πήρα κι από πουθενά. Είναι κάτι το ανεξήγητο που το καλωσορίζω να μού συμβαίνει, το επιδιώκω αν θέλετε, το ποθώ…
Όταν, όμως, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα άλλα κελεύει, τότε παρατώ τα παραπάνω – να! είδατε προεκλογικά που έγραψα τόσα κείμενα πάλι; Βλακωδώς πιστεύω πως ωφελώ τη χώρα, τρομάρα μου – σφίγγω κι εγώ τη γροθιά μου και βγαίνω νοερά στους δρόμους διαδηλώνοντας με την πένα μου… Ταυτόχρονα, διαμαρτύρομαι μέσα μου γιατί δεν με αφήνουν να γράψω, να συνεχίσω το έργο μου, ένα έργο καταδικασμένο σε θάνατο με τον θάνατό μου, ίσως καμένο, ίσως πεταμένο στα σκουπίδια, πάντως ολότελα χαμένο, πια, για πάντα… Όπως κι εγώ…
Σήμερα, κανείς νομίζω δεν μπορεί να ηρεμήσει. Παρότι λεπτομέρειες δεν παρακολούθησα, αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σκορπίζει ανησυχία στον καθένα μας. Και όλα με αγγίζουν: Η μείωση των συντάξεων σηματοδοτεί την μείωση των ήδη λιγοστών χρημάτων με τα οποία ζω, όχι γιατί είμαι εγώ συνταξιούχος (μπορεί και να μη γίνω, έτσι όπως πάει το πράγμα), αλλά γιατί είναι η μητέρα μου. Τα πρόστιμα των Κ.Τ.Ε.Ο. αν δεν έχεις περάσει το όχημά σου, που κι αυτά με αγγίζουν, καθώς για να περάσω από Κ.Τ.Ε.Ο., χρειάζεται τόσα χρήματα το σαραβαλάκι μου για την επισκευή του που δεν τα έχω! Οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες λογιστικά καθιστούν αδύνατο να ξανανοίξω το μαγαζί μου, δεδομένων των υπολογισμένων βάσει της πείρας μου εσόδων-εξόδων του. Συν το ρίσκο της εντελώς παγωμένης αγοράς…
Ορατή λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα για μένα και τις παρόμοιες κατηγορίες των συνανθρώπων μας. Θ’ αρχίσουν τα χρέη: Πρόστιμα του Κ.Τ.Ε.Ο., αδυναμία προσπορισμού ακόμα και της τροφής, ανάγκη πώλησης των λιγοστών περιουσιακών στοιχείων και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές, έλλειψη στέγης, ανέχεια ολοκληρωτική…
Και, άντε μετά, να γράψεις ξανά ποιήματα, χα, χα… Μέχρι και το μελάνι ακριβό θα σού πέφτει! Στίχοι χαραγμένοι με το αίμα μας, κείμενα απίστευτου κόστους που κάθε λέξη τους θα κοστίζει χρυσάφι! Κάποιοι μιλάνε για την αναγνώριση μετά θάνατον. Μεταβιβάστε τους, παρακαλώ, τα χαιρετίσματά μου…