Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νεόκοπος πρωθυπουργός που τον λέγανε Γιωργάκη... Μόλις με το καλό (κατ' άλλους με το κακό) ανέβηκε στο θρόνο του, γονάτισαν μπροστά του δυο ταπεινοί αυλικοί και τον ρώτησαν:
«Διάταξέ μας, ω νεόκοπε πρωθυπουργέ μας, ποια θα ήθελες να είναι η πρώτη σου εντολή την οποία παραχρήμα* θα εκτελέσουμε»; (*παραχρήμα = τζάμπα και βερεσέ).
«Να μού φέρετε ένα ποδήλατο», ζήτησε με στόμφο ο Γιωργάκης. Διότι είχε από τα παιδικά του χρόνια μανία με τα ποδήλατα και αυτή η διαταγή προσλάμβανε συμβολικό χαρακτήρα.
«Μάλιστα, μάλιστα», αποκρίθηκαν δουλοπρεπώς οι δυο αυλικοί και αμέσως εξαφανίστηκαν, τρέχοντας να βρούνε ποδήλατο για τον αρχηγό τους. Όμως, ω του θαύματος, ποτέ πια δεν ξαναγύρισαν και τελικά ξεχάστηκαν κι αυτοί και το ...τιμημένο το ποδήλατο...
Στο μεταξύ, η ζωή στην Ψωροκώσταινα κυλούσε κανονικά... Τι κανονικά, δηλαδή; Ο κ. Καπούλιας, διακοσμητικός πρόεδρος σ' εκείνη τη μακρινή χώρα, ήθελε μεν ψυχικά να ξαναβάλει υποψηφιότητα, δεν μπορούσε όμως σωματικά. Όλα τρίζανε, πού να πάρει. Σαν ποδήλατο - που λέει ο λόγος...
Υποψηφιότητα βάλανε, η Ντόροθυ, μια ογκώδης καλλονή από τη χώρα των τραυμάτων, και η Αλίκη του Πασχάλη, μια υποτιθέμενη καλλονή από τη χώρα των θαυμάτων. Για να μην τα πολυλογούμε, τελικά έγινε ένας ψιλοχαμός. Το αποτέλεσμα: Έπεσε η κυβέρνηση του Γιωργάκη κι ανέβηκε πάλι η κυβέρνηση του Κωστάκη...
Δεν πρόλαβε καλά-καλά να στρογγυλοκαθίσει στον τέως πλέον θρόνο του Γιωργάκη ο Κωστάκης και νάσου οι δυο αυλικοί που επέστρεψαν φέρνοντας μαζί τους και το ποδήλατο...
«Βρε, καλώς τα παιδιά», τους καλωσόρισε πρόσχαρα ο Κωστάκης. Οι αυλικοί βλέποντάς τον, έμειναν άναυδοι.
«Καλέ, αρχηγέ μας, πώς πάχυνες έτσι»;
«Αφήστε τις πολλές λεπτομέρειες και περάστε στο προκείμενο», έκανε βιαστικά ο Κωστάκης, ο οποίος δεν έβλεπε την ώρα να τσακιστούν και να φύγουνε για να τρέξει στο ψυγείο να δει αν υπάρχει τίποτα καλό...
«Και τα δόντια σου, αρχηγέ, πώς έγιναν έτσι κοφτερά; Κι η κοιλίτσα σου, τόσο στρογγυλή; Κι η γυναικούλα σου, τόσο όμορφη»!
«Εχμ, με κολακεύετε βρε παιδιά... Μα, ελάτε τώρα στο παρασύνθημα! Στο ψητό», είπε κάνοντας προσπάθεια να φερθεί ευγενικά, καθώς δεν ήξερε ποιοι ήταν τούτοι, ούτε τι καπνό φουμάρουν. Κι επιτέλους με τα πολλά παρακάλια, οι τελευταίοι, απόθεσαν ευλαβικά το ποδήλατο στο στρογγυλό χαλάκι στο κέντρο του δωματίου.
«Ααα! Τι είν' αυτόοο»! Έσκουξε τρομαγμένος ο Κωστάκης.
«Ποδήλατο, αφεντικό», απάντησαν αθώα οι αυλικοί.
«Εγώ ποδήλατα δε βάζω στην κατσαρόλα μου»! Έκανε άγρια εκείνος. «Πάρτε το γρήγορα πίσω, και φέρτε μου ένα πολύ-πολύ μεγάλο χάμπουργκερ! Ξηγηθήκαμε»;
Αμέ! Και πολύ καλά μάλιστα!