Ads



20 Φεβρουαρίου 2010

Στριπτίζ στην Εφορία


Κοιτάξτε να δείτε· εγώ έχω πολλά πάρε-δώσε με την Εφορία της περιοχής μου και το ρεπορτάζ που ακολουθεί είναι πέρα για πέρα αληθινό. Μάλιστα, έχω γνωρίσει προσωπικά το διευθυντή, τον κύριο Μπηχτοφοράκο και δεν παραλείπω ποτέ να τον επαινώ για τις φιλότιμες προσπάθειές του να κάνει την είσπραξη των φόρων όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη στον πολίτη. Σκεφτείτε ότι, οι υπ’ αυτόν εφοριακοί σε υποδέχονται πάντα χαμογελαστοί στα πόστα τους και, στο ταμείο, καθόλη τη διάρκεια των συναλλαγών, παίζει μια γλυκιά μουσική σάμπως να βγαίνει από ουράνια άρπα.

«Άρπα, άρπα, άρπα τη,
σκάσ’ τα μας, χωρίς γιατί»!

Πήρα την απόφαση λοιπόν και πήγα, χτες το πρωί, όταν ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, αναζητώντας έγκυρη πληροφόρηση από τους ειδικούς, σχετικά με το κατά πόσο θα με επιβαρύνουν τα νέα φορολογικά μέτρα που εξήγγειλε ο πολυχρονεμένος πρωθυπουργός μας. Βλέπετε, η τηλεόραση, συχνά μεγαλοποιεί τα πράγματα. Το εσωτερικό του επιβλητικού κτιρίου, παρουσίαζε μιαν ασυνήθιστη ερήμωση. Στον πάλαι ποτέ πολιορκημένο με κόσμο γκισέ της εισόδου, στεκόταν ολομόναχη η τηλεφωνήτρια, η χυμώδης δεσποινίς Εύα Αδάμ. «Γεια σου, Εύα μου», την καλημέρισα.

«Γεια σου και σένα», νιαούρισε… (Φορούσε ένα κολλητό μπλουζάκι φούξια, ενώ πιο κάτω αδυνατούσα να διακρίνω, καθώς εμπόδιζε ο γκισές).
«Ωραία είσαι ντυμένη»! (Έκανα μια ευγενική φιλοφρόνηση).
«Ναι, τώρα είμαι ντυμένη. Το βράδυ, όμως…», απάντησε με την ποθητή της βραχνάδα.
«Για πες μου, Ευάκι μου… Έχετε καμιά απεργία σήμερα; Πολύ ησυχία βλέπω»!
«Α, δεν το ξέρεις; Αλλάξαμε ωράρια»!
«Μπα; Και πότε λειτουργείτε»;
«Την νύχτα!... Το πρόγραμ… εεε η φοροείσπραξη αρχίζει στις δώδεκα τα μεσάνυχτα»!
«Δηλαδή, να έρθω τότε»;
«Θα σε περιμένω»… (Εδώ, η φωνή της πήρε άλλο χρώμα. Μυστηριακό…).

Στο σπίτι μου, η ώρα δεν περνούσε με τίποτα… Χτύπησα ένα κλαμπ-σάντουιτς, από παρακείμενο φαστφουντάδικο, ρούφηξα δυο λίτρα κόλο-τουρέ (διάσημος παίκτης του κλωτσοσκουφίου) και έβαλα να τηγανίσω μια τριανταριά κοτο-μπουκιές και συχώριο, τις οποίες κατέβασα αμασητί στη συνέχεια. Τουαλέτα για την εκκένωσή μου, νερό ένα καζάνι (εδώ σάς τα λέμε όλα, διότι σεβόμαστε την πληροφόρησή σας) και, επιτέλους, οι δείχτες του εκκρεμούς στον τοίχο, έδειξαν έντεκα και μισή. «Ας ξεκινήσω, σιγά-σιγά, ώστε να φτάσω στην ώρα μου για τη φοροείσπραξη», συλλογίστηκα…

Ντουμ-ντουμ-ντουμ!... Οι μουσικές από το φωταγωγημένο Εφοριακό Μέλαθρο, αντηχούσαν ίσαμε ένα χιλιόμετρο μακριά. Για μια ακόμα φορά, συνέλαβα τον εαυτό μου να θαυμάζει ανυπόκριτα τον κ. Μπηχτοφοράκο, διευθυντή της εν λόγω Δ.Ο.Υ. Ξαφνικά, ένας τελείως γυμνός άντρας κατέβηκε τα σκαλιά μπροστά μου και χώθηκε τρέχοντας στο σκοτεινό στενό παραδίπλα! «Αμάν, αμάν», μονολόγησα. «Τού έστριψε του τύπου»!... Με πικρές σκέψεις για το πού μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η τρέλα, στήθηκα στην ουρά και περίμενα… Κόσμοοος! Λεφούσι!... Να σού φεύγει ο τάκος, κυριολεκτικά!

«Τι πληρώνουμε, παιδιά;», ρώτησα τον μπροστινό μου.
«Της Μιχαλούς», μού αποκρίθηκε.
«Ποιας Μιχαλούς; Πού είναι η Εύα Αδάμ»;
«Πήρε άδεια και φέρανε τη Μιχαλού».
«Γέμισέ τα»…

Μόλις πλησίασα πιο κοντά στο παραβάν, είδα από μια ξεχασμένη χαραμάδα τι έμελλε να συμβεί: Ο χώρος έμοιαζε με σκηνή θεάτρου. Πάνω στη σκηνή, υπήρχαν τρεις σιδερένιοι στύλοι (κοινώς «παλούκια») οι οποίοι υψώνονταν απ’ το δάπεδο μέχρι το ταβάνι. Κάτω, πρώτο τραπέζι πίστα, ο διευθυντής, μαζί με τον υποδιευθυντή Χαφταούλα και τις συμβίες αυτών. Ποτά και πιατέλες με καροτάκι ή ξηρούς καρπούς. Όλα αυτά, υπό τον ήχο των μελωδιών Λαμπάδα, Τάνγκα και το Πουλί Φλαμίνγκο, στο ρυθμό των οποίων, ο πελάτης χόρευε. Απεκδυόμενος βαθμηδόν όλων του των υπαρχόντων, έως ου τσίτσιδος μείνει.

«Εγώ, δεν πρόκειται»… Σφύριξα όλο τσαντίλα μέσα απ’ τα χαλασμένα μου δόντια.
«Κι εγώ, δεν πρόκειται»… Μούγκρισε κι ο μπροστινός μου, που βρωμούσαν τα χνώτα του. Όταν όμως ήρθε η σειρά του, τον είδα να χορεύει κανονικότατα. Κι έφυγε σαν και τους άλλους, δίχως να βγάλει κιχ. «Α, ρε κότα»! Χλεύασα μόνος μου… Σσστ, τώρα! Βγαίνω! Ανοίγει η αυλαία! Τα-ντάαα!...

«Χόρεψε όσο το μπορείς, χόρεψε σαν παιδί», μού φωνάζει τραγουδιστά ο σκνίπα στο μεθύσι νούμερο δύο, Χαφταούλας! «Μπιζ, μπιζ», μπιζάρουν οι συμβίες. «Δώσ’ τα όλα, αγόρι μου», σιγοντάρει στο τσακίρ κέφι κι ο Μπηχτοφοράκος! Νέο μπιζάρισμα από τις συμβίες. Εγώ, που λέτε, κάνω μια αεροπλανική μεταβολή για να πάρει φόρα η γροθιά μου. «Θα τους τσακίσω», υπόσχομαι στον εαυτό μου! Πράγματι – πιστέψτε με! – ήθελα να τους βαρέσω αλύπητα και με πάθος, αλλά… Αχ, πίσω μου ακριβώς στεκόταν ο αράπης… Ένας γιγαντόσωμος αράπης, που έπαιζε στις χοντρές χερούκλες του μια χαντζάρα!...

Και δε φαινόταν ο άτιμος από το παραβάν…

Πολ Σάτιρος
comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B