1 Σεπτεμβρίου 2012
Πανσέληνος στις Φυλακές Κορυδαλλού - Συνέντευξη με Τσοχατζόπουλο, Βίκυ Σταμάτη
Ρεπορτάζ: Τάκης Χρυσός
Χτες βράδυ, με πανσέληνο και δροσερό αεράκι, ο συνεργάτης του ιστολογίου μας Τ.Χ., πήγε στον Κορυδαλλό για να επισκεφθεί τις διαβόητες φυλακές. Εκεί τον περίμενε ο διευθυντής του σωφρονιστικού καταστήματος, ο κύριος Γ.Α., ο οποίος και τον ξενάγησε στις πτέρυγες.
«Καλησπέρα»!
«Πού την είδες την καλή σπέρα; Κακή και ψυχρή είναι»!
«Μα… Γιατί»;
«Γιατί… Γιατί… Ρωτάς κιόλας; Από το πρωί μέχρι το βράδυ, μάς έχουν βγάλει το λάδι οι φυλακισμένοι».
«Δεν είναι καλά παιδιά, ε»;
«Καθόλου! Τράβηγμα θέλει τ’ αφτί τους!... Η γυναίκα μου έχει ξεχαρβαλωθεί να τους βάζει στην ποδιά της και να τούς ρίχνει ξυλιές»!
«Όπως κάνουμε στα κακά παιδιά, δηλαδή»;
«Ακριβώς! Κι αυτοί οι αναίσθητοι γελάνε! Και φέρονται με απρέπεια. Σαν κάποιον που τώρα δα μού έρχεται στο μυαλό και τ’ όνομά του αρχίζει από Καλάμ»…
«Ά, στο καλό!... Κι εσείς»;
«Κι εγώ; Ώστε και σας, σάς έχει απογοητεύσει ο Καλάμ»;
«Τα μάλα»…
«Λυπάμαι»…
«Παρομοίως»…
Διάλογοι τέτοιου τύπου εκτυλίσσονταν συνεχώς μεταξύ του διευθυντή των φυλακών και του συνεργάτη μας, Τ.Χ. (Κρατάμε την ανωνυμία του, για αποφυγή πράξεων αντεκδίκησης). Κάποια στιγμή, πέρασαν από το κελί της Βίκυς Σταμάτη.
«Μπορώ να τής μιλήσω»;
«Ναι, ασφαλώς!... Εγώ πηγαίνω παραπέρα, μην τυχόν και κομπλάρει από την παρουσία μου»…
«Κομπλάρει εύκολα, εννοείτε»;
«Κάργα!... Βλέπει τα χρυσά μου σιρίτια και τής τρέχουνε τα σάλια».
«Εντάξει… Ας μείνω μόνος μαζί της… Σε πέντε λεπτά παρακαλώ, ελάτε για να συνεχίσουμε»…
«Πρόσεχέ την, γιατί δαγκώνει»!...
«Χα, χα»!...
«Τι “χα, χα”; Εμένα με δάγκωσε τις προάλλες… Να! Βλέπεις εδώ»;
Γύμνωσε ο διευθυντής το δεξί του μανίκι και φάνηκε μια μεγάλη δαγκωματιά σαν από γαζέλα. Ο συνεργάτης μας, σύγκρινε την οδοντοστοιχία της Βίκυς Σταμάτη που κείτονταν αλυσοδεμένη μπροστά του, με το αποτύπωμα στον καρπό του διευθυντή.
Η οδοντοστοιχία της Βίκυς Σταμάτη ήταν πολύ μεγαλύτερη…
«Έχει τα νεύρα της, σήμερα, επειδή είναι πανσέληνος! Όταν με δάγκωσε δεν ήταν τόσο αγριεμένη», εξήγησε ο διευθυντής προλαβαίνοντας την ένσταση του συνεργάτη μας…
«Κατάλαβα»…
«Καλησπέρα, Βικυ»!
«Αααγκρρρρ»!...
«Είπα, “καλησπέρα”… Μην κομπλάρεις· ο διευθυντής έφυγε… Μόνοι μας είμαστε τώρα»…
«Αααγκρρρρρρρρρ»!...
«Θέλεις μπανάνα»;
«Σιγά, μην έχεις μπανάνα. Αγγούρι έχεις! Το βλέπω»!...
(Ο συνεργάτης μας, δεν είχε καμία μπανάνα… Απλά έπαιξε μια παλιά μπλόφα και η Βίκυ «τσίμπησε»).
«Σού λείπει ο Άκης»;
«Μμμμμμμ»!...
«Πολύ»;
«Σαν το λιβάνι στον διάολο»!...
«Α, στον διάολο»!
«Αυτό είπα κι εγώ»…
«Βλαστημάς συχνά; Βλέπω στο προσκεφάλι σου ένα καντηλάκι»!
«Το καντηλάκι δεν το ’χω λόγω θρησκείας… Τού τρίβω το φυτίλι λίγο-λίγο, μήπως κάποια μέρα γίνει μπουρλότο»!...
«Α, θα το χρησιμοποιήσεις σαν μπουρλότο για να δραπετεύσεις, ε»;
«Μπράβο, σαΐνι! Το βρήκες»!...
«Και δε μού λες; Μεγαλώνει»;
«Μπαααα»…
«Το τρίβεις καλά»;
«Σαν αράπης»!...
«Θα ’πρεπε να μεγαλώνει τότε»…
«Και του Άκη θα ’πρεπε να μεγαλώνει, αλλά τζίφος»!...
Το πεντάλεπτο πέρασε γρήγορα κι ο διευθυντής των φυλακών ξαναγύρισε στον χώρο… «Ααααααααγκρρρρρρ!», αφηνίασε η Βίκυ. Απτόητος ο διευθυντής πήρε τον συνεργάτη μας αγκαζέ και απομακρύνθηκαν γοργά…
«Πού πάμε τώρα»;
«Πάμε να δεις και τον Άκη! Δεν θέλεις»;
«Θέλω και πάρα-θέλω»…
«Ωραία. Λοιπόν, εδώ είναι! Φτάσαμε»…
Ο Άκης κοιμόταν σε μονό κρεβάτι. Ήταν κρεβάτι κρεμαστό που μ’ αλυσίδες κρατιόταν απ’ τον τοίχο… Κάποια στιγμή – εντελώς ασυναίσθητα – με το δεξί του χέρι σκαμπίλισε το αριστερό του μάγουλο…
«Τον τρώνε οι τύψεις και κοιμισμένος σκαμπιλίζεται»…
«Όχι, δεν είναι αυτό»…
«Τι είναι τότε»;
«Ένα κουνούπι… Έχει κουνούπια το κελί του»…
«Πώς γίνεται; Αφού στα άλλα κελιά δεν είχαν κουνούπια»…
«Εμείς τού τα βάλαμε… Για να περάσει η ώρα»!...
«Α, τού βάλατε κουνούπια και μετά καθόσαστε και τον χαζεύετε»;
«Ναι! Και είναι του δυτικού Νείλου. Πιο βασανιστικό»!...
«Νίλες τού κάνετε του ανθρώπου»…
«Ποιου ανθρώπου; Κτήνος είναι»…
«Μπορώ να τού μιλήσω»;
«Φυσικά… Αλλά μην τον ξυπνήσεις… Απαντάει και κοιμισμένος»…
«Άκηηη, Άκηηη»!...
«Αχφμχχχ, ουφφφ, χουμ… Ποιοοος είναι»;
«Εγώωω»!...
«Αααχουμμμμφφφ, τι θέλεις»;
«Πού έκρυψες τα λεφτά»;
«Στοοον κήηηποοοο»!...
«Ποιος κήπο; Της Διονυσίου Αρεοπαγίτου»;
«Της Βουλήηηης»!...
«Ωχ, και πώς θα τα πάρουμε από εκεί»;
«Τααα πήηηραν άααλλοι»!...
«Άλλοι»;
«Αμέεεεεεε, άαααλλοι»!...
«Και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Τους ξέρω εγώ»;
«Όχι μόοονο τους ξέρειςςς, αλλάααα τους ψήηηηφισες κιόοολας, μαλάαααακα»!...
comments powered by Disqus