Ads



2 Οκτωβρίου 2012

Περιπέτεια χωρίς εισιτήριο


Γράφει ο Εμίλ Κόρακας

Κρα, κρα, σε όλες και σε όλους! Αποδείχτηκα πολύ μπούφος (ο άλλος, όχι το πτηνόν) σήμερα!... Διότι βγήκα για να πάρω το λεωφορείο κι έξω από το σπίτι μου το περίπτερο δεν είχε εισιτήρια!

«Γιατί δεν έχεις; Οι έλεγχοι είναι αυστηροί! Πώς θα πάω χωρίς εισιτήριο»;
«Ε, μην πας», απάντησε αδιάφορος ο περιπτεράς και συνέχισε να μετράει τα κέρματά του.

«Με κέρματα, ρε κερατά, να μείνεις», τον καταράστηκα μέσα απ’ τα δόντια μου και προχώρησα παραπέρα… Το έβαλα αμέτι-μουχαμέτι να βρω και ν’ αγοράσω εισιτήριο. Για μια φορά κι εγώ τίμιος! Η ώρα ήταν οχτώ το πρωί κι η περιοχή Μαρούσι, Λεωφόρος Κηφισίας…

Στο επόμενο περίπτερο (λίγο πριν την ΗΒΗ), η απάντηση ήταν η ίδια: «Δεν έχουμε! Αύριο θα φέρουμε». Μα εγώ δεν τα θέλω αύριο! Σήμερα τα θέλω… Έστω ένα, βρε αδερφέ, να μην μπω έτσι στο λεωφορείο…

«Α, θα βρω, πού θα μού πάει…», σκέφτηκα. Συνέχισα να περπατώ, με την ελπίδα ότι στο πρώτο περίπτερο που θα συναντήσω, θα έχουνε… Φορούσα τζιν παντελόνι, αλλά έκανα την κουταμάρα να μη φοράω αθλητικά παπούτσια! Αντί για τα αναπαυτικά μου λινά, είχα βγάλει απ’ την ναφθαλίνη τις περσινές μου μπότες – κι αυτές φορούσα τώρα…

Περπατούσα, περπατούσα, περίπτερο πουθενά… Στον ορίζοντα πουθενά… Στο πουθενά, πουθενά κι ακόμα περπατούσα, ο πουθενάς, ξυπνώντας λίγο-λίγο στις πατούσες μου κάτι παλιοί μου κάλοι κι εγώ να βρίζω – πάντα όταν κουράζομαι βρίζω… Ξεκίνησα με τον Ο.Α.Σ.Α.:

«Οι παλιοπ@στηδες, γαμ@ το @@@ τους, γαμ@!... Πώς θέλουν να μην υπάρχουν τζαμπατζήδες στα @@@σαράβαλά τους, όταν δεν έχουν ένα κιόσκι για να αγοράσεις εισιτήριο; Μα πού ζούμε, τέλος πάντων»;

Συνέχισα με τους συγγενείς:

«Οι παλιοπ@στηδες, γαμ@ το @@@ τους, γαμ@!... Δεν πουλήσανε όταν τούς έλεγα και τώρα φτώχυνα και μ’ αυτή την @@@ κρίση δεν μπορούνε να πουλήσουνε την κ@λοκληρονομιά, που να τους π@@ει ο δι@@@λος»...

Περίπτερο!!! Βρήκα περίπτερο!!! Επιτέλους, τέλειωσαν τα βάσανά μου. Το περίπτερο βρισκόταν στο Νοσοκομείο «Μητέρα», ακριβώς στην είσοδο… Είχα περάσει τα Carrefour, το Golden Hall και λοιπά κι εκεί, στον δρόμο που πάει δεξιά για το «Μητέρα», νάτο πρόσχαρο και πλουμιστό, με την κανονική του κελεμπία για σκεπή!... Λοξοδρόμησα με προσμονή…

«Κι αν δεν έχει;», μονολογούσα. «Ωχ, αμάν πια εσύ κι ο γρύλλος σου»… (Το γνωστό ανέκδοτο). «Θα έχει σίγουρα. Τέτοιο μεγάλο περίπτερο, δεν γίνεται να μην έχει»…

Έλα όμως που γίνεται! Η κοπέλα που με εξυπηρέτησε, μού εξήγησε πως «δεν τής φέρανε ακόμα»… Εγώ, άρχισα να τής εξιστορώ την μέχρι εκείνη την στιγμή ιστορία μου, αλλά δεν φάνηκε να την ενδιαφέρει. Τι παγωμάρα… Χαμογελούσα λαχανιασμένος και με κοιτούσε με ένα ύφος… Μα ένα ύφος… «Άντε πνίξου», ήταν σαν να έλεγε.

Με τα πολλά, κατέληξα στο Ψυχικό!... Κοιτούσες μακριά κι έβλεπες σχεδόν το …Γηροκομείο!... Πέρασα γέφυρες, πέρασαν ξυστά μου αυτοκίνητα, κινδύνεψα, χάζεψα γκόμενες στο δρόμο. Μια κουκλάρα στεκόταν στο ύψος της Φιλοθέης – μην πάτε όμως, σίγουρα θα έχει φύγει τώρα από εκεί… Μια δεύτερη είδα στον παράδρομο του Ψυχικού, να βγαίνει αεράτα από ένα σπορ Audi… «Το επόμενο αυτοκίνητό μου θα είναι Audi», σκέφτηκα…

Θυμήθηκα πως πριν από αρκετή ώρα, είπα πει το ίδιο πράγμα και για ένα Volvo. Εκείνο φιγουράριζε στη βιτρίνα της Volvo (επί της Κηφισίας), αλλά πλέον το είχα αφήσει πολύ μακριά…

Ούτε η μια ούτε η άλλη καλλονή με κοιτάξανε… Κακό του κεφαλιού τους· δεν ξέρουν τι χάνουνε…

Α, ξέχασα να αναφέρω και μια οδυνηρή περιπέτεια που είχα μέσα στην συνολική περιπέτεια! Συνέβη στη Φιλοθέη, Έξοδος Α… (Όσοι περνάτε, θα έχετε δει την πινακίδα). Υπήρχε περίπτερο εκεί! Δεν ήταν το γνωστό μεγάλο περίπτερο της Φιλοθέης, που ειλικρινά αν ήξερα πού βρίσκεται θα πήγαινα, αλλά ένα της σειράς, επί της λεωφόρου… «Έχεις εισιτήρια»; Τον ρώτησα. «Όχι», μού απάντησε… Αλλά τουλάχιστον αυτός με άφησε να τού διηγηθώ την ιστορία μου…

Ολοκλήρωσα τη διήγηση λέγοντάς του: «…και, που λες φίλε μου, περνούν ξυστά μου τα αυτοκίνητα και κινδύνεψα κιόλας… Εγώ όταν οδηγώ και βλέπω πεζό ή ποδηλάτη, πάω πιο αργά κι αφήνω απόσταση»…

Φαίνεται ότι τον συγκίνησα με το μπλα-μπλα μου και με έστειλε σε μια παρακαμπτήριο να βρω – είπε – ένα άλλο περίπτερο που χτες – επίσης είπε – το τροφοδοτήσανε με εισιτήρια και αυτός το έμαθε από τον τάδε, αλλά δεν κατάλαβα καλά πώς το έμαθε ή ποιος ήταν αυτός ο τάδε, κι ούτε που μ’ ένοιαζε κιόλας! «Τρέχω, πάω», σφύριξα κι έτρεξα αμέσως και πήγα.

Τζίφος όμως!!! Είχανε τελειώσει κι από ’κεί! Οι πατούσες μου καίγανε αφόρητα, άρχισε να με πονάει και η μέση μου, ώσπου, εκεί στο Ψυχικό, με το Γηροκομείο εκατό μέτρα πιο κάτω, αποφάσισα να μπω τζαμπατζής στο πρώτο λεωφορείο που θα περνούσε. Στάθηκα στη στάση και περίμενα…

Πέρασε ένα ταξί…

Έκανα σήμα στο ταξί… Δε βαριέσαι. Βάρεσα διάλυση ο κακομοίρης. Ας πάρω το ταξί, να μην αργήσω άλλο. Ήδη, με περιμένανε και στο κινητό μου τηλέφωνο είχα υποσχεθεί πως δεν αργώ… «Έρχομαι! Σε δέκα λεπτάκια θα είμαι εκεί», είχα υποσχεθεί. Σταμάτησε και μπήκα…

«Γεια σου, φίλε… Πού να στα λέω τι πέρασα!... Μπλα-μπλα-μπλα και μπλα!... Μιλούσα, μιλούσα ασταμάτητα. Ο ταξιτζής δεν με διέκοπτε, κι όσο αυτός δεν με διέκοπτε, έλεγα περισσότερα εγώ! Κάποια στιγμή τον κοίταξα – ομολογώ ότι μέχρι τότε δεν τον είχα κοιτάξει…

Ήταν μελαμψός, μιλούσε σπαστά ελληνικά κι έμοιαζε πολύ με λαθρομετανάστη… Το βούλωσα. Ευτυχώς όμως, έφτασα γρήγορα στον προορισμό μου!...

Get our toolbar!
comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B