Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ
«Αράπη μου, γύρισα»!...
«Ε, και; Για νέο μού το λες; Το βλέπω».
«Ποιο βλέπεις;», πήρα ανάποδες εγώ…
«Μα, ότι γύρισες… Κλείσε την πόρτα σε παρακαλώ και μην με ξαναπείς “αράπη”, γιατί παίρνω ανάποδες εγώ»!...
Ώπα!... Μας βγήκε με κόκκινο η Σούλα! Η Σούλα Μιζερή με τ’ όνομα, η πανάκριβη κόρη του Μήτσου Μιζερή του γνωστού αλλαντοπώλη – συχωρεμένος πια! Λένε πως, δούλευε το χαντζάρι του σαν τον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Σού ’σκιζε το λουκάνικο με τη μία!... Καλύτερα που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω…
«Τζουτζούκο μου, δεν κλειδώνεις κιόλας; Ακούγονται διάφορα τον τελευταίο καιρό. Θέλεις να μπει κανείς με κανένα χαντζάρι, καμιά ώρα»;
«Ωχ, καλά λες, αρ… εεε αγάπη μου! Κλειδώνω, κλειδώνω»…
Πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις τη Σούλα, μια σπιθαμή διαμερισματάκι έχουμε (δυάρι) κι όμως, καταφέρνει να εξαφανίζεται. «Σούλααα!... Πού πήγες γυναίκα μου»;
«Στην κρεβατοκάμαρα!... Σιδερώνω»!
«Με κείνο το σίδερο που μπουκώνει»;
«Ναι»!
Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα. Πάλευε η κακομοίρα, σφιγγόταν η καψερή· το σίδερο μήτε ψέκαζε μήτε ζέσταινε… Ευτυχώς που την έχω καλοθρεμμένη, με δυνατά μπράτσα, χοντρά δάχτυλα, μεγάλα βυζά, ξανθά μαλλιά κότσο και, το κυριότερο, πιο κοντή από μένα. Δηλαδή, στούμπος!...
«Να το πετάξεις το παλιοσίδερο! Θα πάρουμε άλλο… Εγκρίθηκε το δάνειό μας, από την Τράπεζα»!...
«Τι φης»; (“Τι λες”, στα αρχαία – είναι μορφωμένη, πώς να το κάνουμε).
«Χάλασε το φις; Το ντουί; Το καλώδιο»;
«Τα πάντα όλα, τζουτζούκο μου»! (Ξέρει ν’ απαντάει καταλλήλως, χε, χε).
«Ε, πέτα το, να πάει στην ευχή! Ένα εκατομμύριο ευρουλάκια θα εκταμιεύσουμε σε λίγες μέρες! Σωθήκαμε!!!»…
Στο άκουσμα του ποσού – ένα εκατομμύριο ευρώ, δεν είναι δα λίγο πράγμα – τής έπεσε το σίδερο από τα χέρια. Κρατς, στο πάτωμα… «Πάει, έσπασε!...», κλαψούρισε η δόοολια… Την αγκάλιασα όμως (όσο βεβαίως χωρούσε στην αγκαλιά μου) και τη μετέφερα στο σαλόνι. Καθίσαμε στον καναπέ, σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια.
Πρώτη μίλησε η αφεντιά της:
«Ένα εκάτ… έεενα νερό κυρά Βαγγελιώ… εεε, ένα εκατομμμ… Είναι πολλά τα λεφτά, Τάκη»!...
«Είναι πολλά τα λεφτά …Σούλα», επανέλαβα κι εγώ, με τη φωνή του αμίμητου Σπύρου Καλογήρου.
«Και πώς θα τα ξεπληρώσουμε, βρε μπουμπούνα; Η Τράπεζα σού έδωσε αυτά τα λεφτά για να σού πάρει μετά τη μάνα σου και τον πατέρα σου»!!!
«Όχι, αράπη μου!... Γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους στην Τράπεζα. Φορούν γραβάτα, παπιγιόν, έχουν όλοι πρες παπιέ στα γραφεία τους»!
«Καλάμια τους»!...
Για σκέψου… Μέρα χαράς, μέρα που εγκρίθηκε επιτέλους το πολυπόθητο δάνειό μας και η Σούλα αντί να χαίρεται, θρηνεί; Α, πρέπει να τής βγάλω διάγγελμα, νομίζω. «Σιωπή, παρακαλώ!», φώναξα επιβλητικά. «Θα βγάλω διάγγελμα». Σηκώθηκα όρθιος και στάθηκα στο κέντρο του σαλονιού. Μια φωνή (μέσα στο κεφάλι μου) ακούστηκε από τον ουρανό:
«Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε την κανονική ροή του προγράμματός μας, για να παρακολουθήσετε σε απευθείας μετάδοση το διάγγελμα του κυρίου Τάκη Ξαπλαρή, ενταύθα»…
(Τώρα «μπαίνω» εγώ).
«Αγαπητές Σούλες· αγαπητοί Σούλοι… Μόλις επέστρεψα από την Τράπεζα, όπου ολοκληρώθηκε η μεταμεσονύκτια διαβούλευση σχετικά με το δάνειό μας! Ως γνωστόν, είχαμε ζητήσει δέκα χιλιάδες ευρώ… Αλλά οι καλοί εκείνοι τραπεζίτες – ωχ, ο τραπεζίτης μου (το δόντι) – πρόσθεσαν μερικά ακόμα μηδενικά, ώστε τελικά το ποσό του δάνειού μας να εγγίζει πλέον το ένα εκατομμύριο ευρώ»!
Η Σούλα ζάρωσε πιο βαθιά στο κάθισμά της…
«Γκουχ, γκουχ», ξερόβηξα. «Με ένα εκατομμύριο ευρώ, ζεστά και μετρητά, θα ανακινηθεί η οικονομία μας, θα ανακηρύξουμε επιτέλους τις δικές μας αποκλειστικές οικονομικές ζώνες στον κήπο της πολυκατοικίας μας και θα εξορύξουμε πετρέλαιο και πολύτιμα ορυκτά, προκειμένου να ξεπληρώνουμε τους τόκους του δανείου μας! Διότι, αγαπητές Σούλες μου και αγαπητοί Σούλοι μου, εμείς δεν είμαστε μπαταχτσήδες»!
«Εεε, συγνώμη», πετάχτηκε ξαφνικά η Σούλα…
«Ποια είστε εσείς»; Ρώτησα αυστηρά.
«Σούλα Μιζερή ονομάζομαι. Από την εφημερίδα “ΘΑ ΔΟΥΜΕ”».
«Μία ερώτηση θα δεχτώ μόνο. Ο χρόνος πιέζει και πρέπει όλοι οι παριστάμενοι να μιλήσουν»…
«Μάλιστα», τραύλισε. «Η ερώτησή μου, κύριε πρωθ… εεε Ξαπλαρή, είναι η εξής: Θα δεχτεί ο διπλανός μας, κύριος Τούρκογλου, να ανακηρύξουμε την δική μας αόζ στον κήπο; Επίσης, πώς είστε τόσο σίγουρος ότι θα βρούμε οπωσδήποτε πετρέλαιο και πολύτιμα ορυκτά, καθώς λέτε; Τέλος, φροντίσατε να διασφαλίσετε ότι στο μέλλον θα πουλάτε ελεύθερα τον πιθανολογούμενο ορυκτό σας πλούτο σε κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο; Ή μήπως υπάρχει ρήτρα να πουλάτε αποκλειστικά στους τραπεζίτες και, μάλιστα, σε τιμές που οι ίδιοι οι τραπεζίτες θα καθορίζουν; Ευχαριστώ»…
«Α, δεν απαντώ», βρυχήθηκα οργισμένος. «Εσείς, κυρία μου, κάνατε τρεις ερωτήσεις σε μία! Τι με περάσατε, δηλαδή; Real News; Μόνο η Real News μπορεί να κάνει τόσες προσφορές σε μία εφημερίδα»…