Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
«Τζουτζούκο μου»;
«Γκρρρ»…
«Τζουτζούκο μου, γιατί μουγκρίζεις; Μήπως έχεις τα νεύρα σου»;
«Γκρρρρρρ»…
«Α, κι εγώ που ήθελα να πηγαίναμε μια βόλτα μέχρι το Golden Hall, σήμερα»!...
«Γκρρρρ και ξανάγκρρρρρ… Να πας μόνη σου»…
«Χωρίς εσένα, αντρούλη μου, θα σκοτεινιάζει ο τόπος»…
«Δεν θα σκοτεινιάζει! Έχουν ανάψει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο! Φωτεινά θα είναι»…
«Μα, γιατί δεν έρχεσαι; Σού έφταιξα σε κάτι»;
Ωπ, φτάσαμε στο επίμαχο σημείο… Άκουσον-άκουσον, ρωτάει αν μού έφταιξε σε κάτι… Μα, φυσικά, και μού έφταιξες, κυρία μου!... Εδώ έχουμε ξάστερες τις δηλώσεις κοτζάμ βουλευτή της αντιπολίτευσης ότι «έχει πηδήξει τη μισή Αθήνα» κι εσύ εξακολουθείς να το παίζεις παναγία παρθένα; Το ξέρεις ότι οι πιθανότητες να με έχεις κερατώσει με δαύτονε είναι φίφτυ-φίφτυ;
«Όχι, αράπη μου… Δεν μού έφταιξες σε κάτι»… (Προσποιήθηκα για να μην με καταλάβει). «Απλά, νιώθω λίγο κουρασμένος· θέλω να κάνω και κάποια τηλέφωνα… Πήγαινε μόνη σου»…
«Τηλέφωνα; Τι τηλέφωνα»;
«Να! Θα πάρω το έντεκα-οχτώ-τάδε, να μού βρούνε κάποιο βουλευτή»…
«Το έντεκα-οχτώ-τάδε», διαμαρτυρήθηκε εκείνη, «είναι πανάκριβο, Τάκη μου!... Ποιον βουλευτή ψάχνεις»;
«Πέτρος Τατσόπουλος λέγεται, αν τον ξέρεις»… (Έριξα άδεια, να πιάσω γεμάτα).
«Ουουου!... Και βέβαια τον ξέρω!... Να σού πω το τηλέφωνό του»;
«Εεε, το έχεις στην ατζέντα σου»;
«Στο μυαλό μου το έχω, καλέ!... Απέξω κι ανακατωτά το ’χω μάθει»!
«Ναι»; (Με ζώσανε τα φίδια).
«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις»…
Σημείωσα – με τρεμάμενο ομολογουμένως χέρι – το τηλέφωνο στη σακούλα του ψωμιού και κατόπιν την παρακολούθησα να φορά τις ζαρτιέρες της, τις δερμάτινές της τις μπότες, το κοντό γουνάκι της και να φεύγει. «Θα επιστρέψω το μεσημέρι. Αν πεινάσεις, τηγάνισε πατάτες, να φας»…
«Αβγά έχει»;
«Ένα, στο ψυγείο. Βάλε το, “μάτι”, μέσα στις πατάτες! Ορεβουάρ, γλυκέ μου».
«Καλά, καλάαα»…
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Έχουμε, λοιπόν, και λέμε: Δύο-δέκα-τάδε· δείνα-τάδε-δείνα· τάδε-τάδε-τάδε… Ντριννν, ντριννν – καλεί…
«Γραφείο Πέτρου Τατσόπουλου… Λέγετε, παρακαλώ»! (Γυναικεία φωνή. Αυτήν θα την έχει «τακτοποιήσει» στα σίγουρα).
«Νιαιιιιι! Καλημέρααα σααας». (Έκανα κι εγώ τη φωνή μου γυναικεία)…
«Καλημέρα σας, κυρία. Τι θα θέλατε»; (Χε, χε, έπιασε! Έπιασε!... Με πέρασε για γυναίκα… Συνεχίζω)…
«Εεε, νιαιεεε, νιάου-νιάου, θα ήθελα τον Πέτροοο»!...
«Τον κύριο βουλευτή εννοείτε, κυρία; Ο κύριος βουλευτής δεν είναι εδώ»…
«Μπααααα!!... Και πουουού είναιεεε»; (Τα καταφέρνω! Τα καταφέρνω!...).
«Πηγαίνει στο Golden Hall… Έφυγε πριν από λίγο»…
«Αμάν!... Αμάν-αμάν!... Στο Golden Hall, είπατε»!...
«Συγνώμη, με μια κυρία μιλούσα… Πώς μπήκατε εσείς, κύριε, στην γραμμή»;
Κατέβασα απότομα το ακουστικό… «Μπάτλερ, φέρε γρήγορα, παιδί μου, το παλτό μου και τα γάντια μου. Και ειδοποίησε τον αμαξά μου να με περιμένει από κάτω… Πρέπει να τρέξω στο Golden Hall και γρήγορα»!
Πάει, μού έστριψε! Να με κερατώνει η γυναίκα μου – και μάλιστα με βουλευτή της αντιπολίτευσης – δεν είναι δα λίγο πράγμα… Κρατάτε με, θα εγκληματήσω σήμερα!!!
Συνεχίζεται…