Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (Μέρος Β΄)
Ουφ, επιτέλους, ας γράψω! Τι με νοιάζει εμένα αν είναι μία ή δύο – ή πεντακόσιες-δύο – οι Σούλες. Μια δουλειά που είναι να βγει, θα βγει, παρά τις αντιξοότητες…
Λοιπόν, πού ήμουνα; Α...
«Η Τράπεζα αυτή, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εν Ελλάδι Τράπεζες, ανακίνησε τα λιμνάζοντα νερά καταδεικνύοντας με τον πλέον χειροπιαστό τρόπο ότι δια φαινομενικά ασυνήθιστων δραστηριοτήτων, τα χρήματα των πελατών της μπορούν να αποδώσουν υπερπολλαπλάσιους καρπούς»!
Ω, ρε γαμώτο… Και η Σούλα, υπερπολλαπλάσια έγινε… Προσοχή όμως, να μη μελαγχολήσω τώρα και δεν μπορώ να πάρω την πένα μου (sic).
«Το στρεβλό τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας, αποδέχεται τους αδρανείς τραπεζίτες. Τους γέροντες κι άβουλους, οίτινες κάθονται πίσω από ένα γραφείο – μοναχά για να κάθονται, μοναχά σαν μπιμπελά, εεε μπιμπελό»… Πω, πω, μ’ αυτή μου την αργκό, θα με κακοχαρακτηρίσουν οι άνθρωποι. Πρέπει να προσέχω. Να συμμαζεύω τη θύραθεν γλώσσα μου… Αχ, ουδείς τέλειος…
Πλην εμού…
«Όθεν και ως εκ τούτου (φτου μου!), ο ελεγκτικός μηχανισμός της κεντρικής Τράπεζας, είναι συχνάκις δυνατόν να εκλάβει την δραστηριότητα ενός υπέρ το δέον φιλότιμου τραπεζίτη – του οποίου εντούτοις καταλογίζουμε και ενδεχόμενο δόλο (προς ίδιον όφελος) – ως παράνομη και αποτρεπτέα…»…
Κρατς!!! Μπουμ!!! Καμπούμ!!! (Κρότοι πάλης από μέσα).
Θα τέλειωσε το DVD και τώρα φαίνεται παρακολουθούν kick boxing, συλλογίστηκα… Γίνεται ο μεγάλος τελικός απόψε και μάλλον θα έχει απευθείας σύνδεση με την προπόνηση!
«Ψιτ, Τάκη…»! (Η πόρτα του σαλονιού μισάνοιξε).
«Τι ’ναι»; (Πετάχτηκα ξαφνιασμένος).
«Την έδεσα»!...
«Ποιαν έδεσες»;
«Τη Σούλα»…
«Ποια Σούλα; Την αληθινή ή την ψεύτικη»;
«Εγώ είμαι η αληθινή»…
«Μπα; Αν εσύ είσαι η αληθινή, πού είναι το ® σου»;
«Το …σήμα κατατεθέν, εννοείς»;
«Ναι».
«Ε, αφού έδεσα την άλλη, τι το χρειάζομαι πια»;
Στο μεταξύ, στο σαλόνι, τα μουγκρητά της δεμένης χαλούσαν κόσμο: «Μχφμμ®… Μανχχχ®… Φχμμμ®…». (Πω, πω, τη φίμωσε κιόλας).
«Βρε …Σούλα μου, δεν με πείθεις»…
«Κακώς! Εσύ χάνεις… Περίμενε! Θα καλέσω τους μπάτσους να τη μαζέψουνε. Μετά θα μείνουμε τα δυο μας, μωράκι μου»…
«Μαμάαα»!...
Η Σούλα χωρίς το σήμα κατατεθέν, πήρε τηλέφωνο το 100 και ζήτησε να ’ρθούνε σπίτι μας για να συλλάβουν «τον κλώνο της» – που όμως αυτή είναι ο κλώνος της και τι λέω; πάει, τα έχω κάνει μπάχαλο εδώ πέρα, δεν καταλαβαίνω τι με βρήκε στα καλά καθούμενα τον καψερό… Φόρεσα το μπουφάν μου.
Αποφάσισα να βγω να τούς προλάβω στην είσοδο της πολυκατοικίας…
«Πού πας, τζουτζούκο μου»;
«Να πάρω γάλα»…
«Στον γαλατά»;
«Όχι· στον κρεοπώλη»…
«Α, κι εγώ νόμιζα πως ο γαλατάς πουλάει τα γάλατα».
«Αντίο …ΣΟΥΛΑ… Δε θ’ αργήσω»…
«Ββββθθθειααα®…», τα μουγκρητά της άλλης δυνάμωσαν τη στιγμή που έβγαινα από την πόρτα…
Φτάνοντας στο ισόγειο με φόρα, έπεσα πάνω σε τρεις μπάτσους! «Νάτος!... Νάτος!... Αυτός είναι»!... Φώναξε ο μπροστινός.
«Φτυστός ο Λαυρέντης είναι, καλέ»!... Ούρλιαξε ο παραπίσω.
«Κλώνος!... Κλώνος»!... Τσίριξε κι ο τελευταίος…
Με μπουζουριάσανε σ’ ένα σακί από πατάτες κι ο πιο χοντρός με φορτώθηκε στην πλάτη του. «Βουρ», είπαν με μια φωνή. «Πάμε για το περιπολικό»!...
Θαύμασα την εκπαίδευσή τους. Όλα συνέβησαν μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η σχολή τους – όπως και η σχολή των δημοσιογράφων – τους διδάσκει εξαιρετικούς αυτοματισμούς. Να παθαίνεις την πλάκα σου, δηλαδή. Το μόνο που δεν τους διδάσκει είναι η εξυπνάδα… Ένεκεν τούτου, λοιπόν, η άμοιρη η γυναικούλα μου παραμένει δεμένη και φιμωμένη ενώ εγώ οδηγούμαι εντελώς άδικα στη μαύρη φυλακή…
Κλαίτε; Πού να δείτε και τη συνέχεια!...
ΤΕΛΟΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ – Συνεχίζεται…