Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Ο ΤΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (Μέρος Β΄)
Ο δρόμος γυάλιζε παράξενα, αλλά εγώ δεν έβαζα στο μυαλό μου την πιθανότητα βροχής. Οι Εγγλέζοι, όπου πάνε, πάντα κυκλοφορούν με μιαν ομπρέλα. Εγώ, επιπροσθέτως, εκτός από ομπρέλα χρειαζόμουνα και μια σκάλα! Σκάλα σπαστή, μικρή, να χωράει – ει δυνατόν – στην τσάντα μου…
Γιατί; Μα, διότι έπεσα σ’ έναν υπόνομο!...
Ανοίγουν τρύπες οι αθεόφοβοι οι μηχανικοί και ξεχνούν να τις κλείσουν. Κάποια στιγμή, καθώς περπατούσα, μού φάνηκε πως με ακολουθούσε η …Σούλα... «Είχε γούστο να με ακολουθεί», συλλογίστηκα… Γύρισα να κοιτάξω και, τσουπ! Πέφτω μέσα στην τρύπα…
Μαύρο σκοτάδι, ολόμαυρο, μαύρο σαν καλιακούδα!... Ευτυχώς, δεν χτύπησα. Για στάσου, όμως! ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΟΣ ΕΚΕΙ!... Υπήρχαν άνθρωποι. Για την ακρίβεια, μια οικογένεια ολόκληρη: Πατέρας, μητέρα και δύο παιδιά! Αμάν, τι συμβαίνει εδώ, αναρωτήθηκα…
«Τι συμβαίνει εδώ»; Ρώτησα.
«Τι θέλεις να συμβαίνει»; Απάντησε ενοχλημένος ο πατέρας. Καθόταν στην κορυφή ενός στρωμένου τραπεζιού. «Μάς χαλάς το δείπνο»!...
«Τι»; Έκανα έκπληκτος.
«Τρώμε! Δε βλέπεις; Είσαι παρείσακτος. Δίνε του! Και σβέλτα!... Άει σιχτίρ!»…
Τα παιδιά – ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι – ήταν απορροφημένα στα πιάτα τους, τα οποία περιείχαν κάτι σαν ζουμί με τρία σπειριά ρύζι όλα κι όλα… Σούπα υποτίθεται. Οι γονείς είχαν από ένα ξεροκόκαλο ο καθένας… Α, θα τα πω αυτά στην τηλεόραση. Θα μιλήσω για τη φτώχεια, τη δυστυχία στην πατρίδα μου… Αρκεί, φυσικά, να βρω έναν τρόπο να φύγω. Η τρύπα είναι ψηλά – πώς θ’ ανέβω;
Εκείνη τη στιγμή, μια ροζ σκάλα κατέβηκε μέχρι τα πόδια μου… Αυτόματος μηχανισμός, άραγε; Αποκλείεται. Έξωθεν δάκτυλος σίγουρα. Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια, παρατήρησα την στάμπα: «MADE IN SOULA»… Αυτό είναι, λοιπόν! Η Σούλα με ακολουθεί και με βοηθάει. Ας προσποιηθώ ότι δεν το κατάλαβα…
Όταν έχεις κάποιον για να σε νοιαστεί,
δε φοβάσαι τον εχθρό και τον ληστή!
Όταν έχεις στο πλευρό σου έναν δικό,
δε σε πιάνει, πια, το μάτι το κακό!
Χωρίς άλλα απρόοπτα, έφτασα τελικά στον προορισμό μου. Δεν απείχαν δα και πολύ από το σπίτι μου, εκείνα τα περιβόητα στούντιοζ (sic). Έθεσα ευθύς εξαρχής σε λειτουργία τα μεγάλα μου κόλπα… Κόλπο άλφα· η τράκα! Εξπέρ του είδους, την εφάρμοσα στον πορτιέρη.
«Γεια σου, φίλε… Επ, κάπου σε ξέρω εσένα»!... (Το χαμόγελό μου μέχρι τ’ αφτιά).
«Κι εγώ εσένα», απάντησε. (Τράκα στην τράκα; Τώρα θα δεις).
«Σε κάνα γήπεδο, ε; Με την Α.Ε.Κ. ίσως»…
«Ποια Α.Ε.Κ.; Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Εγώ είμαι βάζελος, φίλε»… (Ωχ, κοντράρει στα ίσια).
«Δεν πειράζει», τον παρηγόρησα. «Κανένας δεν είναι τέλειος»…
«Τ’ όνομά σου»;
«Το απαιτείς»; (Πάει η τράκα μου).
«Ναι».
«Ξαπλαρής… Τάκης Ξαπλαρής»… (Εδώ περίμενα να ακουστεί η μουσική υπόκρουση του James Bond, αλλά τίποτα…).
Κόλπο βήτα· η γοητεία… Την εφάρμοσα στην κοπέλα της υποδοχής… «Καλώς ορίσατε!... Καλώς ορίσατε!...», επαναλάμβανε σαν μαγνητόφωνο σε όλες και σε όλους…
«Καλή σας εσπέρα…», την χαιρέτησα με μπάσα (=ποθητή) φωνή. Ένα τσουλούφι μου ανέμισα και με ορθό το παράστημά μου προχώρησα παραμέσα…
«Εεε, συγνώμη!», με φώναξε πίσω γλυκερά. «Το ονοματάκι σας, δεν μού είπατε»;
«Τα-ντάαα! Ξαπλαρής… Τάκης Ξαπλαρής…». Φτου, ούτε η γοητεία μου, έπιασε! Ελπίζω, η συνέχεια να με δικαιώσει.
Κόλπο γάμα· η σοβαρότητα… Το δυνατό μου χαρτί. Την εφάρμοσα στον μπουφέ… «Έχουμε αναψυκτικάκια, λουκανικοπιτάκια, γλυκάκια, καφεδάκια, λουκουμάκια», διαλαλούσε η μπουφετζού!
«Μάκια έχετε»; Πέταξα πειραχτικά…
«Μάκια»; (Απόρησε).
«Ναι, δηλαδή, εχμ, εννοώ, είστε ωραιοτάτη και “μάκια” σημαίνει…».
«Κύριε Μάνοοο»!!! (Τη βάψαμε)…
Από την αντίπερα άκρη του προθαλάμου – στο διπλανό δωμάτιο βρίσκονταν οι κάμερες, τα κόκκινα χαλιά, τα καθίσματα αριθμημένα – ο κύριος Μάνος πλησίασε προς τη μεριά μου με προτεταμένο το δεξί του χέρι… Όπλο βαστάει, σκέφτηκα… Αλλά – δόξα στον Γιαραμπή – χειραψία μού έτεινε ο άνθρωπος· φτηνά τη γλίτωσα πάλι.
«Εσείς θα είστε ο κύριος Ξαπλαρής», είπε.
«Κι εσείς θα είστε ο κύριος Μάνος», απάντησα.
«Εσείς είστε ξυρισμένος», είπε.
«Κι εσείς είστε αξύριστος», απάντησα… (Ωραίος διάλογος. Κρίμα που δεν υπήρχε βίντεο να μας απαθανατίσει).
Μια σκιά διέκρινα με την άκρη του ματιού μου να περνάει σαν αστραπή… Η Σούλα… Αλλά, πώς μπήκε; Χάθηκε ξανά σε δευτερόλεπτα. Αν ήμουν Ρώσος, τώρα θα πίστευα απόλυτα στα νταμαβόι (=ξωτικά). Το νταμαβόι της γυναίκας μου κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Δεν μπορώ και να την απατήσω έτσι…
«ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, ΠΕΡΑΣΤΕ ΜΕΣΑ!... ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΕΚΠΟΜΠΗ»… Ένας κόμπος μού στάθηκε στον λαιμό. Τον κατάπια… Ήρθε η μεγάλη ώρα για να δοξαστώ. Δε θ’ αφήσω την ευκαιρία μου να πάει χαμένη… Μέριασε πόρτα να διαβώ!...
Εισήλθα θριαμβευτικά καταλαμβάνοντας το κάθισμά μου, υπό τον ουχί ευκαταφρόνητον αριθμόν τριάκοντα-οκτώ… Δηλαδή, γαλαρία…
ΤΕΛΟΣ Β’ ΜΕΡΟΥΣ – Συνεχίζεται…