Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΛΙΣΤΑ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄)
Γύρισα πρώτος!... Η Σούλα ακόμα στους δρόμους… Μετά την καφετζού, πήγα για ψώνια. Κι αγόρασα ψάρια παστά. Κι αγόρασα, φρούτα, λεμόνια! Και πορτοκάλια μυριστά…
Α, μια ποιητική διάθεση που έχω σήμερα! Καλύτερα να την καταπολεμήσω. Ας βάλω Real FM. Τον σταθμό της καρδιάς μου…
Αν η γυναίκα σου, σού κάνει τις δουλειές (μπα; Για άκου στίχοι… Επίκαιροι!)
κι εσύ τη βγάζεις αραχτός στην πολυθρόνα,
τότε θα κάνεις, και προγούλια, και κοιλιές
και κομπολόγι θα κουνάς στο χέρι το ’να!
Τρα-λα-λα και τρα-λα-λο,
σού το λέω για καλό!...
Τι γίναν οι άντρες, που, τις μέρες τις παλιές,
κόβαν μονάχοι κούτσουρα για το χειμώνα,
που βάζαν κάτω την κουμούτσα, τις ελιές
κι είχαν τεράστιο σουξέ μα και κ@κ@να!
Τρα-λα-λο και τρι-λι-λι,
σού το λέει κι η Λιλή!...
Τώρα, γεμίσαμε ντιντήδες να τους κλαις
και κουνενέδες μαλθακούς με τερηδόνα,
σού τσαμπουρνάν κάτι κοτσάνες φαρακλές,
να θες να πας να πέσεις απ’ τον Παρθενώνα!
«Τζουτζούκο μου!... Γύρισα»!!! (Η Σούλα! Ήρθε)…
«Καλώς την κολώνα του σπιτιού μας! Καλώς τον στύλο μας! Το κοντάρι της σημαίας και το έμβρυο της μαίας»!...
«Τι έπαθες, τζουτζούκο μου; Ποιητική διάθεση σ’ έπιασε πάλι»;
«Κάργα»!...
«Περίμενε να σού πω τι έφτιαξα, να σού φύγει ο τάκος, εεε η ποιητική διάθεση»…
«Λέγε»… (Συγκρατήθηκα κάπως).
Σαν ζογκλέρ η Σούλα προσγειώθηκε στον καναπέ με τον κ@λο! Σκρρριιτς (κάτι σκίστηκε στο ύφασμα, αλλά τέλος πάντων)… Είναι και χοντρή, τρομάρα της… Εγώ απέναντι, στην κόκκινη πολυθρόνα μου, τη λατρεμένη.
«Αράπη μου», ελεεινολόγησα, «σκέφτηκες ποτέ να αποταθείς στα Βόδι-λάιν»;
«Θα σπάσω ΔΥΟ τασάκια, Τάκη», νευρίασε αυτή. «Το ένα, γιατί με είπες “αράπη” και το άλλο για το “βόδι”».
Τα έσπασε!!! (Μικρό οικογενειακό δραματάκι – το έχουμε πάντα… Μην ενοχλείστε)…
Στο μεταξύ, και μέχρι να μαζέψει τα γυαλιά, προσπαθούσα να φανταστώ την περιπέτειά της. Μια περιπέτεια στον κόσμο των ανδρών! Τέλειος τίτλος για εφημερίδα: Η ΣΟΥΛΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ… Εκατό χιλιάδαι φύλλα!...
«Ξεκίνησα πρωί-πρωί, που ο ήλιος ανατέλλει (σσστ, αρχίνησε…)
τού νοικοκύρη χτύπησα… “Ποιος είναι και τι θέλει”;
“Εγώ ’μαι, νοικοκύρη μας! Η Σούλα Μιζερή”!...
“Εσύ ’σαι, βρε; Και τρόμαξα!... Τι θες εδώ, μωρή”»;
Κλαπ-κλαπ-κλαπ… Χειροκρότησα με ενθουσιασμό! Διηγησάρα!... Αν συνεχίσει έτσι μέχρι το τέλος, τη βλέπω για Νόμπελ Λογοτεχνίας…
«“Θέλω να χαμηλώσουμε το νοίκι που πληρώνω,
δε βγαίνω!... Θα ’ν’ αδύνατον με τον καινούργιο χρόνο
ν’ αντεπεξέλθω… Μα σαφώς, αν πέσει στο μισό,
θα το ’χετε στην ώρα του και δε θα σας μισώ»!
«Και τι έγινε;», ρώτησα όλο αγωνία. «Συμφώνησε»;
«Αμέεε»!...
«Μπράβο, Σουλάρα μου»!... (Νέα χειροκροτήματα. Τα αξίζει πέρα για πέρα)…
«Μετά πήγα στην Τράπεζα, κι εκεί να καθαρίσω…
“Ετούτη την πιστωτική”, τούς είπα, “πάρτε πίσω!
Έχω τον άντρα μ’ άνεργο, χωρίς λεφτά στην τσέπη,
να μην πληρώσω τίποτες, ο νόμος επιτρέπει»!...
«Και …το δέχτηκαν;», τραύλισα με γουρλωμένα μάτια. Ε, αν το κατάφερε κι αυτό, χρυσό άγαλμα θα τής στήσω, εδώ, καταμεσής στο σαλόνι!...
«Το δέχτηκαν, το δέχτηκαν! Μού ’παν μάλιστα κι “ευχαριστώ”, τζουτζούκο μου»!...
«Θεά μου, εσύ»!!!
«Στην Ε.ΥΔ.Α.Π. και στη Δ.Ε.Η. άλλαξα τιμολόγια
και τα ’κανα “κοινωνικά”, με τα γλυκά μου λόγια!
Με πλήρωσαν τη διαφορά, κάπου σαράντα γιούρο
και πήγα και σ’ αγόρασα πουκαμισάκι σκούρο»!
«Και τα τέλη κυκλοφορίας»; Αγχώθηκα ξαφνικά… Ειλικρινά, όλα τα κατάφερε περίφημα και μοιάζει αγένεια τώρα να τής φέρομαι τόσο απαιτητικά – ειδικά που μού πήρε και πουκάμισο δώρο – αλλά αν δεν ξεμπερδέψαμε με τα τέλη σήμερα που είναι η τελευταία προθεσμία, θα τα καταβάλουμε με αβάσταχτο πρόστιμο αργότερα…
«Τις πινακίδες, Τάκη μου, παρέδωσα στο Κράτος,
κι έτσι τα τέλη νίκησα για πάντα, κατά κράτος!
Μα αγόρασα την Real News και κέρδισα τζιπάκι
κι ας πάει για παλιοσίδερα τ’ αμάξι το σαπάκι»!...