Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Ο ΤΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (Μέρος Α΄)
«Τι ήθελα εγώ και μπλέχτηκα, αχ, βαχ!», αναρωτιόμουν πριν ξεκινήσω… Μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι σημείωνα στο γόνατο τις τελευταίες μου σκέψεις. Η νόμιμη γυναίκα μου, στο μεταξύ, όλο μπαινόβγαινε στην κουζίνα. Τραγουδούσε τζιντζιριστά* (*φόρος τιμής στον Γιώργο Σεφέρη και το ποίημά του, «Ινδικό Παραμύθι») κάποιο ξεχασμένο δημοτικό:
«Δεν καθόσουνα στ’ αβγά σου, βρε Μπιρμπίλω μου, δισ.!
Στάχτη μ’ έκανες εμένα και τον μύλο μου»…
Αποφάσισα να τής το εξηγήσω, για να το εμπεδώσει μια και καλή. «Αυτό το “δισ.”», τής είπα, «που συνέχεια κοπανάς, δεν σημαίνει “δισεκατομμύρια”! Σημαίνει ότι πρέπει να τραγουδήσεις τον στίχο δυο φορές και ύστερα να πας παρακάτω»...
«Μπα; Τι μάς λες;», έκανε προσβεβλημένη η Σούλα. «Εγώ το τραγουδάω όπως μού το ’μαθε η συχωρεμένη η μάνα μου! Δισ.-δισ.-δισ.!... (Χοροπηδούσε κιόλας). Κοίτα εσύ να τα πεις καλά στην τηλεόραση, κακομοίρη μου, κι άσε με εμένα να μεγαλουργήσω»!...
«Και θέλω, και δε θέλω να πάω…», εξομολογήθηκα γυρίζοντας στο θέμα.
«Θα πας!... Σιγά τ’ αβγά». Στρογγυλοκάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας μου.
«Εννοείς δηλαδή, να μην καθίσω στ’ αβγά μου»;
«Εννοώ, να προσέχεις τ’ αβγά! Σού έβαλα σε μια χαρτοπετσέτα δυο βραστά αβγά, τζουτζούκο μου. Μην τα χτυπήσεις πουθενά και λερώσουν το φράκο σου»!...
Ω, συλλογίστηκα, η Σούλα με νοιάζεται… Μπορεί να αισθάνεται την ίδια αγωνία με μένα τώρα. Απλά δεν εκδηλώνεται, για να μη με αγχώσει.
«Σ’ ευχαριστώ, αράπη μου, αλλά νομίζω πως θα ’χουν πολλά φιλέματα εκεί. Και γλυκάκια, και καναπεδάκια, και αναψυκτ…»…
«ΜΗΝ ΜΕ ΞΑΝΑΠΕΙΣ “ΑΡΑΠΗ”!», ούρλιαξε έξαλλη. Κρατς!!! Πέταξε με μανία στο πάτωμα ένα ακόμα τασάκι. (Μόνιμη επωδός κατάντησε, πια, αυτό).
«Αύριο, θα σού αγοράσω τασάκια, να ’χεις να σπας», ειρωνεύτηκα…
«Μην κάνεις τον κόπο!», γρύλλισε ξεθυμασμένη μαζεύοντας τα θρύψαλα. «Πέρασα το πρωί απ’ το καμίνι του κυρ-Λευτέρη και μού χάρισε μια δωδεκάδα»!
«Τι έκανε λέει»; (Έφριξα σκεπτόμενος τα πιθανά ανταλλάγματα).
«Τού βγήκαν ελαττωματικά· τα ’χε για πέταμα».
«Α»…
Εγώ είμαι άντρας – πού και πού καμιά παράνομη σχεσούλα, δεν βλάπτει. Ενώ αυτή; Έτσι και μού φορέσει τα κέρατα, θ’ αρχίσω να βελάζω!... Και ξέρω πολλούς φίλους μου, που ήδη βελάζουνε. Αλλά «τάφος»· δεν τούς το λέω… (Μα την αλήθεια, μούρλια οι γυναίκες τους! Δυσκολεύομαι ποια να πρωτοπροτιμήσω)…
Αχ, η ώρα της αναχώρησης έφτασε. Αποχαιρέτησα τη Σούλα και ξεκίνησα αγέρωχος και καμαρωτός – με τα πόδια, εννοείται – για το στούντιο της τηλεόρασης. Το φράκο μου ανέμιζε στον αέρα. Ευτυχώς, δεν έβρεχε… (Προς το παρόν). Πού λεφτά για ταξί, με τέτοια κρίση;
ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ - Συνεχίζεται...