Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ-ΜΑΡΚΕΤ
«Ω, πόσο ευτυχισμένη είμαι, τζουτζούκο μου»!... Η Σούλα, η λατρεμένη μου γυναικούλα, λάμπει από χαρά μέσα στ’ αυτοκίνητό μας, καθώς πηγαίνουμε στο σούπερ-μάρκετ.
«Βαρέθηκα πια να βλέπω τους ίδιους και τους ίδιους», συνέχισε τραγουδιστά. «Τον μπακάλη με το μολύβι στ’ αφτί, τον χασάπη με τη χαντζάρα στα χέρια, τον μανάβη με το καφάσι αγκαλιά… Επιτέλους, πηγαίνουμε κι εμείς να ψωνίσουμε σαν άνθρωποι»!...
Εγώ πάλι, από το κάθισμα του οδηγού, να στρίβω το τιμόνι δεξιά, να το στρίβω αριστερά, να αποφεύγω τις λακκούβες, να σταματάω στα φανάρια και, ταυτόχρονα, να προσποιούμαι ότι, όλα ωραία και καλά… Τι καλά, όμως; Καλάμια! Αχ, το πορτοφόλι μου το ξέρει… Τρεις κι εξήντα έχει μέσα, το κακόμοιρο!!! Τρία ευρώ κι εξήντα λεπτά… Πού πάω ο έρημος;
«Θ’ αγοράσουμε και μέλι για τα μελομακάρονα», έλεγε τώρα η Σούλα… Θεέ μου, το μέλι κοστίζει μια περιουσία! Τι θα κάνω; Πρέπει να τής το πω: Τα βασικά θ’ αγοράσουμε – να τής το εξηγήσω… Γιατί δεν τής το λέω; Γλωσσοδέτης μ’ έπιασε; Τα βασικά… Τα βασικά… Αλλά, γιά μια στιγμή! Ποια βασικά; Αφού, τα λεφτά που έχουμε δεν φτάνουν ούτε για τα βασικά!...
Λες, συλλογίστηκα, ο «από μηχανής θεός», να μας λυπηθεί στο τέλος; Άλλωστε, τώρα φτάσαμε… Μην τής μιλάω ακόμα… Ας ζήσει τ’ όνειρο, όσο γίνεται τουλάχιστον… Ασφάλισα τ’ αυτοκίνητο στο πάρκινγκ κι ανεβήκαμε με την κυλιόμενη σκάλα.
«Δώσε μου ένα ευρώ, τζουτζούκο μου, να βγάλω το καρότσι»…
«Προχώρα εσύ μπροστά, και θα φέρω εγώ καρότσι», απάντησα.
Η Σούλα προωθήθηκε καμαρωτή-καμαρωτή, στριφογυρίζοντας από την αλυσιδίτσα της τη φούξια τσάντα της, ασορτί με την πλεχτή της εσάρπα! «Η καημένη», μουρμούρισα, «έχει άγνοια κινδύνου». Στάθηκα μερικά δευτερόλεπτα στην είσοδο και, για καλή μου τύχη, κάποιος υπάλληλος πέρασε φουριόζος…
«Εεε, συγνώμη νεαρέ… Μήπως – λέω, μήπως – έχεις από κείνο το μαντζαφλάρι που βγάζει τα καρότσια; Εχμ, ξέμεινα από ψιλά και …μη χαλάω τώρα εκατοντάευρω για ένα παλιοκαρότσι»;
«Μάλιστα, κύριε! Μισό λεπτό, σάς το ανοίγω αμέσως»… Κλικ, το άνοιξε…
Εντάξει, το πήραμε το καρότσι! Πολύ καλό παιδί· αμέσως προθυμοποιήθηκε. Ας βρω τώρα τη Σούλα… Μπα; Μπερδεύτηκε στο πλήθος! Πότε πρόλαβε κιόλας να εξαφανιστεί; Μάνα μου, τι πλήθος!... Πατείς με, πατώ σε, γίνεται!!! Ύστερα σού λένε πως πεινάνε στην Ελλάδα…
«Τάκη!... Τάκηηη!... Εδώ»!... (Η φωνή της Σούλας).
Την είδα στα δέκα μέτρα δεξιά μου, θρονιασμένη σε μια ψηλή καρέκλα κομμωτηρίου, με καθρέφτες, ράφια και τα μαλλιά της στα ρόλεϊ!... Ξανθές κοπέλες την περιστοίχιζαν, αλείφοντάς την με κρέμες και ψεκάζοντάς την με κάτι σπρέι σαν εντομοκτόνα!
«Τι είναι αυτό;», ρώτησα τις κοπέλες. «DDT»;
«Όχι, καλέ!...», χαμογέλασαν εκείνες. «Αποσμητική λοσιόν τής βάζουμε! Πρόκειται για προϊόν της Βρομεάλ Απαρί, μιας καινούργιας εταιρίας στο χώρο. Θέλετε να σάς βάλουμε μια σταγόνα»;
«Γιατί όχι; Κάνετε και μασάζ»; (Το θέμα άρχισε να με ενδιαφέρει).
«Τάκηηη»!!! (Ωχ, η Σούλα τα πήρε. Πρέπει να την ηρεμήσω πριν γκρεμίσει το ντεκόρ)...
«Σούλα μου… Σουλίτσα μου… Με παρεξήγησες, αράπη μου!», ψέλλισα δειλά…
«ΜΗΝ ΜΕ ΞΑΝΑΠΕΙΣ, “ΑΡΑΠΗ”»!!! Κρατς!... (Το ντεκόρ γκρεμίστηκε).
Τραβώντας με αυτή από το χέρι, τραβώντας κι εγώ το καρότσι με τ’ άλλο χέρι, απομακρυνθήκαμε γρήγορα-γρήγορα από τις κατατρομαγμένες διαφημίστριες της εταιρίας Βρομεάλ Απαρί και συνεχίσαμε τα ψώνια μας, σαν να μη συνέβη το παραμικρό. Σε λίγο, το καρότσι μας, περιείχε:
- Φασολάκια κατεψυγμένα – 2,00 €
- Κονσέρβα ψάρι τόνος – 5,54 €
- 1 γιαούρτι (μεγάλο) – 1,18 €
- 1 σαπούνι μπάνιου – 0,49 €
- Αβγά (εξάδα) – 2,24 €
- Ψωμί μπαγκέτα – 0,68 €
- Μακαρόνια (1 πακέτο) – 1,03 €
- Γάλα (συσκευασία 8 κουτιών) – 7,36 €
- Πατάτες (διχτάκι 3 κιλών) – 2,66 €
- Μελιτζάνες – 1,35 €
- 1 Αλεύρι – 1,59 €
- Μέλι (κουτί 1 κιλό) – 11,10 €
Σύνολο: 37,22 €. Ντιν-ντον!...
Η ταμειακή μηχανή κουδούνισε γλυκά κι έβγαλε το χαρτάκι μας καλοτυπωμένο!... «Τριάντα-εφτά ευρώ και είκοσι-δύο λεπτά», είπε με τη χαριτωμένη φωνούλα της η ταμίας. Κοίταξα προς τα πάνω: «ΤΑΜΕΙΟ 13» έγραφε η πινακίδα. Κανένας «από μηχανής θεός» μέχρι ώρας! Τίποτα… Στράφηκα απεγνωσμένα προς τη Σούλα:
«Σούλα μου, είσαι σίγουρη ότι πήραμε μόνο τα βασικά»; Ρώτησα.
«Αχ, Τάκη μου», απάντησε η Σούλα. «Τώρα που ρωτάς το θυμήθηκα! Δεν πήραμε λάδι!... Δεν μπορώ να φτιάξω τα μελομακάρονα χωρίς λάδι»!...
«Ω», αναφώνησα σαν την Κατίνα Παξινού στην Επίδαυρο. «Δεν πήραμε λάδιιι»!!!
«Δεσποινίς», έκανε λαχανιασμένα η Σούλα. «Μην κλείνετε μια στιγμή το λογαριασμό, να τρέξω να πάρω ένα μπουκαλάκι λάδι. Δεν αργώ»…
Η υπάλληλος έγνεψε καταφατικά και η Σούλα, με εντυπωσιακή ευελιξία για τα κυβικά της, «έφυγε σφαίρα»…
Απέμεινα εκεί, παγωμένος. Κόσμος πολύς περνούσε, άλλοι πηγαίνοντας προς την έξοδο κι άλλοι ετοιμάζονταν να μπούνε. Πίσω μου ένας παπάς, περίμενε υπομονετικά να επιστρέψει η γυναίκα μου, να τελειώσουμε για να «χτυπήσει» κι αυτός τα πράγματά του. Το καρότσι του, κάργα! Ως και γαλοπούλα είχε από τώρα ψωνίσει… «Να τού ζητήσω δανεικά»; Σκέφτηκα…
Όχι, προτιμώ να λιποθυμήσω… Θα τη γλιτώσω άμα λιποθυμήσω. Έτσι δεν είναι; Αν βέβαια, αντί για τον παπά, έβλεπα κανέναν Σαμαρά, Βενιζέλο ή Κουβέλη, οπωσδήποτε θα τούς ζητούσα… Δανεικά κι αγύριστα! Με κλέβουν με τον νόμο, μού στερούν το δικαίωμα στη ζωή. ΑΥΤΟΙ, μού χρωστάνε… Δεν τους ψήφισα για να είμαι ραγιάς κανενός!
«Να ’μαι!!! Γύρισα»!... (Αμάν-αμάν, ήρθε η Σούλα).
Ντιν-ντον!... «Μαζί με το λάδι, ο λογαριασμός σας είναι, σαράντα-τρία ευρώ και…»… Η αλήθεια είναι ότι εγώ ξεκίνησα να λιποθυμώ, αλλά εντελώς ξαφνικά περικυκλωθήκαμε από δημοσιογράφους, κάμερες, μικρόφωνα!
«Μπράβο!... Ζήτω!... Συγχαρητήρια!... Κερδίσατε»!!!
«Ε»; Σάστισα… Ομολογώ, κάτι τέτοιο δεν μού ξανάτυχε…
«Είστε ο εκατομμυριοστός μας πελάτης»! (Κουστουμαρισμένος ο διευθυντής).
«Ο εκατομμυριοστός»; Τραύλισα… «Από πότε; Από τότε που ξεκινήσατε να λειτουργείτε ως κράτος, εεε ως κατάστημα ήθελα να πω»; (Εύλογη η απορία μου).
«Όχι· ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ εκατομμυριοστός μας πελάτης! Σπάσαμε κάθε ρεκόρ τηλεθέασ... εεε προσέλευσης πελατών σήμερα! Γι’ αυτό σας επιβραβεύουμε»…
«Και τι κερδίσαμε, κύριε διευθυντά;», πετάχτηκε όλο έξαψη η Σούλα που καμάρωνε δίπλα μου σαν «γύφτικο σκεπάρνι».
«Α, είναι πολύ σπουδαίο το δώρο σας»… Δήλωσε ο διευθυντής. «Σάς προσφέρουμε έκπτωση δέκα τοις εκατό σε όλα τα προϊόντα που έχετε ήδη αγοράσει»…
Τελικά, λιποθύμησα… ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑ ΑΛΛΟ!