Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
DOOMSDAY (Μέρος Γ΄)
Κρατώντας επτασφράγιστο μυστικό ότι συνάντησα στο διάδρομο τον Γιώργο Ανδρέα Παπανδρέου, πέρασα στην τραπεζαρία του υπερπολυτελούς τούτου ξενοδοχείου. Εκεί η Σούλα, η γυναίκα μου, παρέθετε δείπνο σε όλο τον κόσμο, με τα λεφτά φυσικά από την εκποίηση της περιουσίας μας.
«Βίβα! Φάτε και πιείτε καλά, όλες και όλοι!... Εγώ, κερνάω! Να ζήσουν οι μελλοθάνατοι»!... Έσκουζε μες στην καλή χαρά η Σούλα. Τη διέκρινα στην κεφαλή του μακρόστενου τραπεζιού μ’ ένα στα χέρια της ποτήρι αφρώδη οίνο Καμπανίας – κοινώς σαμπάνια. «Όταν τελειώσουμε από ’δώ, αγαπητοί μου συνδαιτυμόνες, θα περάσουμε στη διπλανή αίθουσα για το τελευταίο bunga-bunga πάρτι του φίλου μας του Σίλβιο!
«Ναι, ναι»!... Χαρούμενος ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Και τι κόσμος!... Πλήθος αμέτρητο. Σπρώχνοντας και σκουντώντας τους μπροστινούς μου, κατάφερα με δυσκολία να την πλησιάσω. Κάθισμα όμως ελεύθερο, δεν έβλεπα πουθενά.
«Τάκη, εσύ εδώ»; Σφύριξε στ’ αφτί μου η Σούλα.
«Δεν με περίμενες, ε»; Έκανα ειρωνικά.
«Δε σε ξέρω· δε με ξέρεις», ψιθύρισε.
«Μπα; Και γιατί, παρακαλώ; Μαζί δεν ήρθαμε»;
«Μαζί μπορεί να ήρθαμε», έκανε σιβυλλικά, «αλλά καθένας μας, στο θάνατο είναι μόνος»…
«Ποιο θάνατο, παιδάκι μου»;
«Θα πεθάνουμε, ανόητε… Έφτασε η συντέλεια των αιώνων! Πού ζεις εσύ»;
«Σικέ είναι όλα, Σούλα μου»… Αποφάσισα να τής αποκαλύψω όσα ήξερα. «Είδα τον γαπ, πριν από λίγο»…
«Ποιον γαπ»; Απόρησε. (Επιτέλους, η απορία είναι σημάδι ότι τουλάχιστον την ενδιαφέρει).
«Τον Γιωργάκη, καλέ! Τον Παπανδρέου… Τον σωτήρα μας»!...
«Α, τον βλάκα… Και τού είχα πει να προσέχει»…
Η Σούλα σηκώθηκε απότομα από τη θέση της και χτύπησε βροντερά παλαμάκια. Αμέσως σιγή απλώθηκε. Ω, πόσο εμπνέει σεβασμό! Για να μην πλήρωνε όμως, θα τη σεβόντουσαν έτσι;
«Ακούτε, ρε!!! Ακούτε!!! Το βλαμμένο κόβει βόλτες απέξω»!...
«Ααα», «ιιι», «ωωω»!... (Επιφωνήματα).
«Πηγαίνετε κάποιος, μωρέ, να τόνε μαζέψει»!...
«Μάλιστα, μανδάμ Σουλάχ… Πάω εγώ»!
«Όχι, εγώ πάω»…
«Εγώ»! «Εγώ»!... (Σκοτωθήκανε ποιος θα προλάβει).
Ύστερα από αυτή τη μικρή παρέμβαση, το δείπνο συνεχίστηκε κανονικά, χωρίς άλλα απρόοπτα. Βγήκαν οι γαρδούμπες, τα κοκορέτσια, τα σπληνάντερα. (Σλουρπ). Βγήκε κάποια στιγμή κι ο παστουρμάς. Ταυτόχρονα, εξαφανίστηκαν οι Γάλλοι σερβιτόροι με μανταλάκια στις μύτες τους και στο πόστο τους ήρθαν οι αναπληρωματικοί· Έλληνες, αυτή τη φορά, με ποδιές άσπρες και τσιγκελωτά μουστάκια. Αισθάνθηκα σάμπως να βρέθηκα στα Βλάχικα της Βάρης!
Η μουσική, από Μπολερό του Ραβέν, έγινε ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας!!!
«Γιατί κάθεστε εδώ στ’ απόμερα και τα σκοτεινά»; (Η γαλλίδα που μού περιποιήθηκε το καρούμπαλο νωρίτερα).
«Μ’ έδιωξε η Σούλα»…
«Η μανδάμ Σουλάχ, θα εννοείτε ασφαλώς»;
«Πες το όπως θέλεις»… (Δεν είχα κουράγιο, πια, ούτε να αντισταθώ).
«Ε, και; Μην στενοχωριέστε. Θα βρείτε άλλη! Εσάς, σας ταιριάζει μια καλή κοπέλα σαν και μένα»…
«Σοβαρολογείς»; (Αναθάρρησα). Στο κάτω-κάτω, γιατί όχι; Πανέμορφη είναι. Με τα σωστά πιασίματα. Ξανθά μαλλιά, σαρκώδη χείλη, θεσπέσιοι γλουτοί. Τι άλλο να ζητήσω απ’ τη ζωή;
«Σοβαρολογώ… Τι δουλειά κάνετε»;
«Άνεργος είμαι», απάντησα με καμάρι. (Πρόκειται για πολύ δημοφιλή εργασία στην Ευρώπη, αυτόν τον καιρό).
«Έχετε ακίνητη περιουσία»;
«Είχα…». Κούνησα το κεφάλι μου. «Την πούλησε όλη, η Σούλ… εεε η μανδάμ Σουλάχ, και τώρα είμαι στον άσο»…
«Ε, δεν πειράζει, δεν πειράζει!... Μήπως τυχόν, τίποτα καταθεσούλες σε Τράπεζα; Μετοχές; Ομόλογα»;
«Λυπάμαι», είπα… Ένιωσα αξιοθρήνητος, αλλά αφού δεν μοιάζει να την ενοχλεί… Άλλωστε, σύζυγο θα την κάνω. Με τη Σούλα, πάει-τέλειωσα… «Τις λιγοστές καταθεσούλες μου, τις έφαγαν τα χαράτσια στη χώρα μου… Α, και κάτι λιγοστά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία τα “κουρέψανε” και με τα ρέστα ψώνισα στο σούπερ-μάρκετ»…
«Πολύ ωραία! Πολύ ωραία»!... Χαμογελούσε με ενθουσιασμό.
Μυστήριο… Καθόλου δεν πτοήθηκε με το χάλι μου. Μάλλον, στα μάτια της φάνταζα σαν ένας νέος Γιάννης Αγιάννης! Πτωχός μεν τω σώματι, αλλά πλούσιος το πνεύματι… Σηκώθηκε με χάρη. Τα διάφανα πέπλα της, ανέμισαν… «Έλα, πάμε», πρότεινε… Μού άπλωσε την παλάμη· τη χούφτωσα. (Την παλάμη – να εξηγούμαστε…).
«Πάμε πού»;
«Θα δεις»…
Υποθέτοντας ότι με οδηγεί στην παραδίπλα αίθουσα, εκεί όπου – απ’ ό,τι άκουσα – διοργανώνει bunga-bunga πάρτι ο Σίλβιο (Μπερλουσκόνι;), την ακολούθησα σαν σκυλάκι… Τα λατρεύω τα bunga-bunga πάρτι εγώ κι αν τα λατρεύει και η γαλλιδούλα μου, τότε ταιριάζουμε απόλυτα… Κάπου, όμως, έχασκε μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα και, τσουπ, βρεθήκαμε στη βεράντα…
Τώρα θα με φιλήσει, συλλογίστηκα… Με απήγαγε για να με φιλήσει. Έκλεισα τα βλέφαρά μου με πάθος!... Μμμ, μάταια… Τίποτα δεν συνέβη. Ξανάνοιξα τα βλέφαρά μου και…
…Ένα Ούφο, ένα τεράστιο ούφο κρεμόταν στο κενό ακριβώς μπροστά μου!...
«Τι είναι αυτό»; Ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη.
«Είναι το Ούφο που θα μας σώσει», απάντησε αυτή.
«Μα, θα έρθει στις εικοσιμία του μηνός! Τι γυρεύει από σήμερα εδώ»;
«Εγώ το κάλεσα, κύριε… Έκρινα πως είστε τόσο πάτος, ώστε θα είναι καλύτερα να φύγετε μια ώρα αρχύτερα»…
ΤΕΛΟΣ