Γίνεται θάλασσα το Σύνταγμα τις μέρες
που τ’ αποθέματα τελειώνουν στο ντουλάπι
και παρελαύνουν σαν φλεγόμενες γαλέρες
πλήθη λαού που κάθε τους ελπίδα εκλάπη.
Κάτι φορές, όταν η θάλασσα στεγνώνει,
μέσα στα σπίτια μας το δάκρυ περισσεύει,
τα δόντια σφίγγουμε και προσπαθούμε μόνοι
ν’ αποτινάξουμε τη θλίψη και τη χλεύη.
Είναι πολλοί, στην έρημο που βγήκαν πρώτοι,
λέμε «δεν άντεξαν αυτοί» και με τον τρόμο
στα πρόσωπά μας συνεχίζουμε, διότι
πονούν τ’ αυτιά μας οι φωνές τους απ’ το δρόμο.
Έλα μαζί μου, ν’ αρματώσουμε μια σκούνα
και να περάσουμε και μεις απ’ το ηρώο,
ήθελα κάποτε να σ’ αγοράσω γούνα,
μα τώρα, αγάπη μου, δεν πίνω και δεν τρώω.
Καλημέρα! Σε όλες και σε όλους !...
Σήμερα διαλέξαμε να ξεκινήσουμε ποιητικά. Όπως ποιητικά κλείσαμε χτες το βράδυ. Τούτες οι μέρες είναι πονηρές. Καταγράφονται όσα λες και σε φακελώνουν. Ποιος ξέρει, αύριο, τι μας ξημερώνει.
Χαρείτε τον ελεύθερο ακόμα ήλιο της πατρίδας μας...