Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (Μέρος Β΄)
«…Και τέλος, στην αχαΐρευτη ανιψιά μου, τη Σούλα Μιζερή – η οποία, άμα συνεχίσει με τα μυαλά που κουβαλά, τη βλέπω να μένει γεροντοκόρη σαν και μένα – αφήνω τον πύργο μου στ’ ανατολικά Πυρηναία, πάνω στην σκοτεινή κορυφή του Μον παρντόν, εεε Περντί, εκεί όπου έζησα τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου με τον λατρεμένο μου Φρανσουά, αχ… Ολάντ, παππού ενός μυξιάρικου που πάω στοίχημα πως, όταν πεθάνω, θα γίνει πρόεδρος ολόκληρης εκείνης της μεγάλης χώρας στους πρόποδες – να δεις πώς τη λέγανε;… – α! Γαλλία…».
«Πω, πω, κύριε Συμβολαιογράφε μου», πετάχτηκα εγώ. «Τελικά προφήτης αποδείχτηκε η λαίδη τάδε για τον Ολάντ, ε»; Πέρασα πίσω απ’ το γραφείο του και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. Με τον συμβολαιογράφο, δυο ολόκληρες ώρες που βρισκόμουν εκεί, ένιωθα πια μιαν οικειότητα.
«Σας παρακαλώ, κύριε», με επέπληξε εκείνος. «Πώς φέρεστε έτσι; Καθίστε στη θέση σας… Δεν τελειώσαμε ακόμα»…
«Μάλιστα»… (Επέστρεψα δίπλα στη Σούλα).
«…Επίσης, προειδοποιώ την αχαΐρευτη ανιψιά μου, ότι πρέπει να επιδείξει τον προσήκοντα σεβασμό και να συμμορφώνεται απόλυτα προς τους άγραφους νόμους του πύργου μου, οι οποίοι δέον να αναζητηθούν εγχάρακτοι σε πέτρινη στήλη πλησίον της κυρίας εισόδου…». (Ξαφνική παύση).
«Σταματάει κάπως απότομα, κύριε Συμβολαιογράφε μου»; Ξαναπετάχτηκα εγώ.
«Πράγματι»! Καταδέχτηκε να μού απαντήσει. «Διότι αμέσως μετά, πέθανε»…
«Μπρρρ»…
«Τοκ-τοκ-τοκ»… «Ντουπ-ντουπ-ντουπ»… «Τακ-τακ-τακ»… «Γκαπ-γκαπ-γκαπ»… (Οι υπόλοιποι συγγενείς – μια ντουζίνα στον αριθμό – χτυπούν ξύλο).
«Λυγμ»… (Η Σούλα έπνιξε έναν λυγμό).
«Καλά, ντε!... Πώς κάνεις έτσι»; Προσπάθησα να τη συνεφέρω…
«Σσστ, Τάκη, μας ακούνε… Πρέπει να κάνω τη λυπημένη, αλλιώς θα μάς πάρουνε πίσω την κληρονομιά».
«Πώωως»; Εξανέστη η θεία Περσεφόνη…
«Κλαίω, κλαίω, θεία Περσεφόνη. Α, την κακόμοιρη τη θεία Καλλιρρόηηη… Τι κρίμα που πίσω δε γυρίζειιιι»… Θρήνησε η Σούλα.
«Είπες “γυρίζει”»; Μούγκρισε αυστηρά η θεία Περσεφόνη…
«Όχι, καλέ! Πώς γυρίζει; Άμα γύριζε, θεία Περσεφόνη μου, θα πέφταμε…», την καθησύχασε η γυναικούλα μου… Πύργος είναι αυτός – μην τον χάσουμε έτσι άδικα…
Ο ταξιτζής, ο ίδιος ταξιτζής που μάς έφερε, περίμενε αποκάτω…
«Τζουτζούκο μου, ο ταξιτζής μας»! Αναφώνησε βλέποντάς τον η Σούλα. (Δεν μού το βγάζεις απ’ το μυαλό, κάτι τρέχει με τούτους τους δύο. Σαν πολλά γλυκοκοιτάγματα από τον καθρέφτη τής έκανε στον ερχομό)…
«Σούλα μου, δεν παίρνουμε κανέναν άλλον; Ο συγκεκριμένος, μας έκανε κύκλους για να “φάει”»…
«Με αδικείτε», παρενέβη ο ταξιτζής, που άκουγε την κουβέντα μας. «Να είστε σίγουρος, κύριέ μου, ότι αν με προτιμήσετε, θα μείνετε απόλυτα ικανοποιημένος». (Έκανε βαθιά υπόκλιση ολόιδια με του μετεωρολόγου Τάσου Αρνιακού στην τηλεόραση)…
«Εντάξει», είπα για να τον δοκιμάσω. «Πώς μπορείς να μας πας στα Πυρηναία»;
«Α, είναι πολύ απλό… Μέσω Κωνσταντινούπολης. Από εκεί θα πάρουμε το Οριάν Εξπρές, θα κατεβούμε Παρίσι και από το Παρίσι ναυλώνουμε καμήλες για τα Πυρηναία. Το ταξί θα το παρκάρουμε στη Σμύρνη»…
«Την Νέα Σμύρνη»;
«Την κανονική Σμύρνη, στη Μικρασία. Θα περάσουμε μέσω Χίου… Κατόπιν θα πάρουμε ένα μικρούλι άλλο τρένο το οποίο διασχίζει τα μικρασιατικά παράλια προς τα πάνω, τον βορρά δηλαδή»…
«Βρε, άντε παράτα μας, χαραμοφάη», θύμωσα άσχημα τώρα…
«Και πολύ κρατήσατε»…
«Αυτό λέω κι εγώ!... Δίνε του, μάγκα, πριν φωνάξω το Εκατό και γίνουμε κ@λος»!!!
Βρρρρμμμμ… Έφυγε… Με όλα του τα γκάζια! Μας έπνιξε στο πετρέλαιο, αλλά ευτυχώς ξεκουμπίστηκε ο αλήτης!...
«Και τώρα, πώς θα πάμε»; Κλαψούρισε η Σούλα…
«Με το Οριάν Εξπρές θα πάτε», ακούστηκε μια φωνή πίσω μας. Ήταν ο Συμβολαιογράφος… (Ειλικρινά, δεν μού άρεσε καθόλου που τον έβλεπα ξανά μπροστά μου)… «Ξέχασα να σάς πω», συνέχισε απτόητος ο Συμβολαιογράφος, «πως απαράβατος όρος της θείας σας Καλλιρρόης, είναι να μεταβείτε στα Πυρηναία με το παλιό Οριάν Εξπρές, το θρυλικό Σιμπλόν! Δεν κυκλοφορεί πια, αλλά βάσει της εν λόγω Διαθήκης, θα εκτελέσει αποκλειστικά μία και μόνη διαδρομή για χατίρι σας»…
«Μπα»; Έμεινα κυριολεκτικά κάγκελο από τον θαυμασμό μου. «Δηλαδή, μόνο και μόνο για εμάς θα κάνει τη διαδρομή Αθήνα-Παρίσι»;
«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ-Παρίσι… Ωστόσο, επειδή κατόπιν θα πρέπει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη για να παροπλιστεί εκ νέου, σχεδιάζουμε να φέρει μαζί του από το Παρίσι και κάποιον κύριο Ζεράρ Ντεπαρτιέγιεφ – ρώσο υπήκοο, φίλο του Πούτιν – ο οποίος με τη σειρά του, φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη θα πάρει τον ταξιτζή σας και με αυτόν θα αναχωρήσει για Μόσχα»…
«Μα, τον διώξαμε τον ταξιτζή»… Πληροφόρησα τον Συμβολαιογράφο.
«Πώωως», ούρλιαξε αυτός. «Διώξατε τον ταξιτζήηη; Καλάαα· πάτε καλάαα; Τι θα κάνω εγώ τώρα; Ωιμέεε»!...
Ω, Θεέ μου – συλλογίστηκα – σε τι παρανοϊκό κόσμο ζούμε…
ΤΕΛΟΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ - Συνεχίζεται...