Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Εδώ στο Μαρούσι που μένω, υπάρχει πάνω στην πλατεία ένα σουβλατζίδικο, το Posto… Στις μέρες που καταντήσαμε να ζούμε, θεωρώ προσωπικά καλό σουβλατζίδικο εκείνο που όταν φας το σουβλάκι του δεν τρέχεις μετά με διάρροια στην τουαλέτα. Υπό αυτή, λοιπόν, την έννοια, το Posto είναι ένα καλό σουβλατζίδικο.
Χτες, που ήταν Σάββατο και Σαρακοστή, κάτι μ’ έπιασε – πείτε το, λιγούρα – κι ήθελα οπωσδήποτε μια πίτα-γύρο. Συνέπεσε δε, να έχω και την επίσκεψη ενός πολύ καλού μου φίλου, συγγραφέα, ηθοποιού, τραγουδιστή και ραδιοφωνικού παραγωγού, του Χρήστου Θεοφιλάτου. Ο Χρήστος Θεοφιλάτος είναι κι αυτός ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της εποχής μας, που επιτήδειοι φελλοί σπρώχνουν γερά προς την αφάνεια.
Αφού απόλαυσα μαζί του στο κομπιούτερ το προσχέδιο του νέου του βιβλίου, που θα έχει τον τίτλο: «Ένας γύρος καταιγίδα ακόμη», κι αφού τού είπα τη γνώμη μου και τον επαίνεσα, χτυπούσε όμορφα ο ήλιος στο δωμάτιό μου – ήταν απογευματάκι – τού εξομολογήθηκα το μεγάλο μου πάθος:
«Ρε Χρήστο, καλός και φοβερός ο “ένας γύρος καταιγίδα”, αλλά τι θα έλεγες να πετιόμασταν μια βόλτα και για έναν γύρο …σουβλάκι»;
«Μέσα, δικέ μου, μέσα!», απάντησε πρόθυμα ο Χρήστος παρά τα πενιχρά κυβικά του – εν συγκρίσει με μένα, βέβαια. Ψηλό παιδί, σωστά κιλά, ενώ εγώ χοντρό παιδί (!) πολλά κιλά… Κι η διαφορά μας στην ηλικία, δεκατρία χρονάκια. Όσα με χώριζαν, απ’ την ανάποδη όμως, με τον Νίκο Απέργη, έναν άλλον καλό μου φίλο που χάθηκε πρόωρα κι όλο τον σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό…
Στο Posto, μας καλοδέχτηκαν… «Παιδιά», τούς είπα, «επειδή φτιάχνετε θαυμάσιο σουβλάκι, κι επειδή δεν μπορώ να το τρώω μόνος μου, έφερα και ενισχύσεις»!
«Καλώς τα παιδιά», απάντησε ο Αντώνης ο ψήστης.
«Ω, τι κάνετε!», μας καλωσόρισε κι η ταμίας, με το αζημίωτο φυσικά…
Τρώγοντας τα σουβλάκια μας σ’ ένα τραπεζάκι του εξωτερικού χώρου (στον πεζόδρομο της Ερμού, για όσους ξέρουν από Μαρούσι), ζήσαμε κυριολεκτικά το απίστευτο! Πρώτον· τα σουβλάκια ήταν επιεικώς μέτρια… Δεν μού είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο στο συγκεκριμένο μαγαζί. «Πω, πω», σκέφτηκα. «Η κρίση τους “δάγκωσε” για τα καλά»… Και, δεύτερον· ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ!... Θεέ μου…
Τα πουλιά – μιλώ αρχικά για σπουργίτια – φτερούγιζαν μετέωρα μισό μέτρο (και ούτε) από τα πρόσωπά μας!!! Δεν φοβούνταν καθόλου τον παράγοντα άνθρωπο!... Ενοχλητικά μέχρι τρόμου… «Τι είναι αυτό»; Ούρλιαξε ο Θεοφιλάτος. «Αυτά τα πουλιά μού θυμίζουν ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Χίτσκοκ»!... Μα κι εγώ είχα μείνει άναυδος… Άρχισα να ρίχνω μικρά-μικρά κομματάκια από τα σουβλάκια μου στα πουλιά, για να με αφήσουν ήσυχο. Χιμούσαν δυο-δυο, τρία-τρία μαζί, πάνω στη λεία τους…
Ω, πείνα… Πείνα των πουλιών στην Ελλάδα της κρίσης.
«Χρήστο», έσκουξα. «Η κρίση, μας έχει πιάσει για τα καλά»… Ο Χρήστος συμφώνησε με φρίκη: «Παναγιώτη, πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράγμα»…
«Κι εγώ»… Σκουπίστηκα με μια χαρτοπετσέτα. Τι χάλια σουβλάκι, αλήθεια… Ζούσα έναν εφιάλτη από πολλές απόψεις.
Αποείδαμε με τα πουλιά στο τέλος. Αυτά δεν αρκούνταν μόνο στα ψίχουλα που τούς έριχνα. Φτερούγιζαν ασταμάτητα μπροστά στα μάτια μας. Ω, πόσο ευτυχής, πράγματι, θα αισθανόταν ο Χίτσκοκ να τραβούσε τούτα τα πλάνα για την ταινία του!... Κι άρχισαν να μαζεύονται και περιστέρια!... Έφτασε το γκαρσόνι…
«Παιδιά, θα σας πείραζε να μαζέψω τούτο το πιάτο που βάλατε στο διπλανό τραπεζάκι»; (Ήταν το πιάτο του Χρήστου, ο οποίος τελείωσε πρωτύτερα από μένα).
«Το βάλαμε στο διπλανό τραπεζάκι», εξήγησα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «επειδή θέλουμε να πηγαίνουν εκεί τα πουλιά, για να μας αφήσουν ήσυχους».
«Και πού να δείτε τα περιστέρια», απάντησε χαιρέκακα το γκαρσόνι…
«Τι, τα περιστέρια»; Απόρησα.
«Τα περιστέρια που βλέπετε – δεν είναι η ώρα τους ακόμη – αργότερα γίνονται πολύ επιθετικά»!
«Μάνα μου», ανατρίχιασα…
«Ναι, ναι», συνέχισε το γκαρσόνι. «Αφού, τις προάλλες, ένα αυτοκίνητο χτύπησε ένα περιστέρι και μαζεύτηκαν μια ντουζίνα από δαύτα για να το φάνε!... ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ. Είναι κάτι άλλο!!! Πρόκειται για ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ»…
Κόντεψα να ξεράσω… Με το φαγητό κυριολεκτικά μέχρι το λαιμό, περπατήσαμε για λίγο στο δάσος Συγγρού κι αγκομαχούσα ν’ ακολουθήσω τον καλογυμνασμένο φίλο μου. «Να χωνέψω όσο πιο γρήγορα μπορώ», ευχήθηκα από μέσα μου, μα το πλήρωσα όλη την νύχτα με ξενύχτι και διάρροια, ενώ σήμερα το πρωί με επισκέφτηκε για τα καλά κι η γνώριμη φίλη μου από τα παλιά: Η ημικρανία…
_______________________________________
Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του εκλιπόντα φίλου μου, Νίκου Απέργη, τον γνωστό ηθοποιό, τον γλυκό στους τρόπους λάτρη της Τέχνης, των γραμμάτων και του πολιτισμού, τον πατέρα ενός πολύ αξιόλογου παιδιού, όπως μαθαίνω, τον σύζυγο μιας εξαιρετικής γυναίκας που χάθηκε κι αυτή πρόωρα, τον πολιτικό, τον καλό άνθρωπο.