Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Δυο γάιδαροι μαλώνουνε σε ξένον αχυρώνα,
«τα παίρνεις», σκούζει με θυμό το παλικάρι το ’να,
το δεύτερο, το πιο λιγνό, χαμογελά μειλίχια,
«εσύ τα παίρνεις», απαντά, «με μίζες κι υποβρύχια».
Λίγα τετράγωνα πιο κει, στο ψύχος του χειμώνα,
μια μάνα δυο μικρών παιδιών, άνισο κάνει αγώνα,
παλεύει για το σπίτι της, με δόντια και με νύχια,
μην τής το πάρει η Τράπεζα… Κλαίει στης ψυχής τα μύχια.
Σε ξένη χώρα του Βορρά, μια σκοτεινή Βαρώνα,
κουστούμι ράβει στους λαούς του Νότου, με βελόνα,
μπροστά της, υποκλίνονται δοσίλογοι-ξετρίχια,
π’ από τα πριν, τούς έκοψε μ’ εκβιασμούς το βήχα.