Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Γνώρισα κάποτε κάποιον Αντώνη,
π’ αργότερα έγινε πρωθυπουργός,
τ’ άρεσε να χτυπά κάτω απ’ τη ζώνη
και να κορδώνεται σαν πελαργός.
Σε Universities πήγε των Η.Π.Α.
να μάθει πράγματα τόσα πολλά,
με τους ιθαγενείς κάπνισε πίπα,
πίτσες τους κέρναγε, πήραν κιλά.
Σαν αποφοίτησε, μάς εξανάρθε,
στον Μητσοτάκη να παρασταθεί,
μα τόνε πρόδωσε. «Φύγε, ρε Πάρθε»
τού ’πε κι ανέμισε μπρος του σπαθί.
Αντάμα πέσανε, μείνανε σπίτι,
ο Αντώνης τρώγοντας μόνο φιδέ,
ο έτερος, έκπτωτος αρχηγός, ήτοι
γίνηκε «επίτιμος». Χάρηκε; Αμ, δε.
Και τού το φύλαγε τούτο τ’ Αντώνη,
μα έλα που γέρασε, σιγά-σιγά,
ο Αντώνης άρχισε να ξεσαλώνει
και να μην κάθεται πλέον στ’ αυγά.
Εκμεταλλεύτηκε του λαού τη λήθη
γοργά εκτοπίζοντας την κόρη αυτού,
μια Ντόρα ονόματι, μ’ ωραία στήθη,
π’ εύκολα γίνονταν εκτός εαυτού.
Και τον ψηφίσαμε και μάς εστάθη
σαν το κουκούτσι μέσα στον λαιμό,
στον προηγούμενο ρίχνει τα λάθη
και στον επόμενο, τον μη σωσμό.