Το λιτό κι απέριττο μνημείο δέσποζε επιβλητικό στη μέση του τοπίου. Ο Τρον Τουμάσης, απόγονός μου τριακόσιες γενιές μετά από μένα στο μέλλον, έσκυψε ευλαβικά κι απόθεσε στα πόδια του αγάλματος την πρασινάδα. Ίσιωσε μετά με τα χέρια του προσεχτικά την πράσινη κορδέλα, ώστε να διακλαδίζεται αλαφρά πάνω στην πράσινη ζελατίνα της πράσινης πρασινάδας! Έτος τρεις χιλιάδες μετά Χριστό κι η σωτήρια τέταρτη χιλιετία δοκίμαζε ξετσίπωτα τα πρώτα της σουλάτσα στις Ενωμένες Πολιτείες της Ουάσιγκτον, οι οποίες εχτός απ’ ολάκερη την Αμερική, είχαν απορροφήσει πλέον μέσα στα σπλάχνα τους, Ευρώπη και Ρωσία.
Ο Τρον Τουμάσης, άρτι αποφοιτήσας και βαστώντας ακόμα το μασούρι-πτυχίο της σχολής ανωτάτης ρομποτικής – τρομάρα του! – κάτω απ’ την αμασκάλη (δεν είχε προλάβει να το βάλει εκεί που ξέρετε), με την περάτωση της σεμνής τελετής επιβιβάστηκε στο υπεραυτόματο αεριωθούμενο αερόχημά του, μάρκας Σίμενς, και κατάφτασε φουριόζος στο Βλακοπέδιο του Διαβολικού Όρους, ένθα το ηρώο κειτόταν. Ήθελε, όσο τίποτα στον κόσμο, ν’ αποτίσει φόρο τιμής στον αθάνατο ηγέτη μιας άλλης Ελλάδας, χίλια χρόνια πριν απ’ αυτόν:
Στον Κώστα Σημίτη!
Τα λιβάνια απ’ τις αγιαστούρες ευωδιάζανε γύρωθέ του, οι διάχυτες στον αγέρα ψαλμουδιές πεντέξι ρασοφόρων σ’ ένα πεζούλι, οι οποίοι παράλληλα χαζεύανε τα στριγνκάκια των τουριστριών οι οποίες τρέχανε για βουτιές στην παρακείμενη λίμνη (που ήταν λιμνοθάλασσα αλλά δε γ@μιέται!), κι ο γοερός θρήνος ενός πιστού και πολύ συχνού στα μέρη εκεί προσκηνητή, του Θοδωρή Ουσσόπουλου, τον συνεπαίρνανε… Ο Τρον, δίχως να το καταλάβει, έπιασε τον εαυτό του να μιλά στο πανύψηλο άγαλμα. Με το βλέμμα του να σκαμπανεβάζει, σαν πρύμνα μαούνας, απ’ τα σπυριά στη μούρη μέχρι το τίμπερλαντ πατούμενο – μια διαδρομή ατελεύτητη, ένα κι εξήντα περίπου – έλεγε στο άγαλμα συγκλονισμένος:
«Σημίτη μου, Σημίτη μου,
μού το ’κλεισες το σπίτι μου,
μού το ’κανες μαρτύριο,
με το χρηματιστήριο»…
Ολοφυρόμενος ο Τρον Τουμάσης, γιατί κατά πώς φαίνεται θυμήθηκε ξαφνικά κείνη τη στιγμή εμένα τον γράφοντα και δυστυχή προ-προ-προπάππο του, χαμήλωσε τα μουσκεμένα του μάτια ατενίζοντας, διαμέσου θαμπάδας, αδήρητα κι ασκαρδαμυκτί την εγχάραχτη επιγραφή, στη βάση του μνημείου. Μέριασε με το δάχτυλό του ένα λεπτό στρώμα shit, τα οποία κρύβανε με σιχασιά τους ανάγλυφους χαραχτήρες και διάβασε μεγαλόφωνα:
«Ευχαριστούμε τους Αμερικανούς»…
Οι ρασοφόροι, παραδίπλα, αναπήδησαν στ’ άκουσμα της φράσης τούτης κι ο πιο θεοφοβούμενος γέμισε μια αγιαστούρα με άφθονο κάρβουνο και κοντοζύγωσε σγαρδαλεύοντας με θυμό τα γένια του, να γυρέψει το λόγο: «Είπε κάτι ο αδελφός»; Γκάριξε με την υπόκωφη και μπάσα τελετουργική φωνή του.
«Εχμ, όχι! Δεν είπα τίποτα εγώ», απάντησε συνεσταλμένα ο απόγονός μου Τρον Τουμάσης. «Απλά, να! Εδώ, το γράφει καθαρά»!
«Σκατά»! Βρυχήθηκε κάτω απ’ τα μουστάκια του ο κακόγερος, ευθύς σαν ανάγνωσε το γραφτό.
«Πες το ψέματα», συμφώνησε ο Τρον. Και πρόσθεσε σιβυλλικά: «Κι όποιος ανακατεύεται με τα σκατά…».
Ο τερατόμορφος κακόγερος δεν τού ’κανε το χατίρι να συνεχίσει το γνωμικό. Σαν αφηνιασμένο αγρίμι, όρθωσε την αγιαστούρα του στον ουρανό και λιβάνησε τρεις φορές για εκφοβισμό. Γκλιν-γκλαν-γκλον!... «Αλλού αυτά, άπιστε»! Μούγκρισε κάνοντας τον κακόμοιρο τον Τρον να κλ@σει μαλλί – που λέει ο λόγος. Και συμπλήρωσε:
«Στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας,
δεν ξαναβάζουν το Σημίτη
κι αν είν’ ο Τζωρτζ αισθηματίας,
δεν τόνε πιάνουν απ’ τη μύτη».
Άστραψε και βρόντηξε και, ξεθυμασμένος πια σαν την ξεβούλωτη στο μπουκάλι της μαυροδάφνη, έστρεψε να φύγει αφήνοντας εντελώς ακάλυφτα τα νώτα του στον Τρον. Κι ο Τρον έβγαλε απ’ το σώβρακό του (μποξεράκι κι ακριβό παρακαλώ) ένα χοντρό αρκεβούζιο και πυροβόλησε:
«Στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας,
θα ξαναβάλουν το Σημίτη,
διότι είν’ ο Τζωρτζ αισθηματίας,
και τόνε πιάνουν απ’ τη μύτη»!
Ωστόσο, και είναι είδηση της τελευταίας στιγμής αυτό, τελικά ο κ. Σημίτης δεν συμπεριλήφτηκε στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Με τις υγείες σας!