9 Νοεμβρίου 2011
Προσγείωση στην πεζή πραγματικότητα (ένα προσωπικό χρονικό)
Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Ανέβηκα χτες προς βραδάκι, στο κέντρο του Μαρουσιού, να περπατήσω λίγο… Κλεισμένος μέσα στο σπίτι αρκετές μέρες λόγω αδιαθεσίας, έκρινα ότι πλέον είμαι καλά και βγήκα… Στο πορτοφόλι μου, όλα-όλα πέντε ευρώ. Συν ένα κουπόνι των δύο, για συγκεκριμένο σούπερ-μάρκετ… Ν’ αγοράσω σουβλάκι; (Ακρίβυναν κι αυτά). Να παίξω ένα Στοίχημα; (Πάντα χάνω). Τελικά, η βόλτα καμιά φορά από μόνη της, αρκεί…
Στην κεντρική πλατεία, ο καινούργιος ζητιάνος (ένας παχουλός, αξούριστος άντρας, μεσήλικας, άπλυτος), στο πόστο του, στα ίδια σκαλάκια… Απαγκιάζει το κρύο, όπως είναι μισοχωμένος στην εμπατή· πλησιάζοντας έβλεπα μόνο τα πόδια του. Κι άκουγα το ραδιοφωνάκι του να παίζει… Σκέφτομαι πως, κι εγώ, άμα φτωχύνω κι άλλο και βγω στη ζήτα, θα ’χω ένα ραδιοφωνάκι, ν’ ακούω τον Ρίαλ… Τον σταθμό που συνηθίζω…
Προσπέρασα τον ζητιάνο χωρίς να κοιτάξω, παρά μόνο με την άκρη του ματιού μου. Το ραδιοφωνάκι είχε διαφημίσεις: «– Τι θερμοσυσσωρευτή έβαλες εσύ; – Α, εγώ έβαλα τον…»… Για σκέψου, συλλογίστηκα, τι ακούει τούτος ο άνθρωπος που δεν έχει καν σπίτι! Πιο πέρα, το Σουβλατζίδικο μέσα στα φώτα… Θα ήθελα κάποτε να έπαιρνα δυο σουβλάκια, να πάω στον ζητιάνο να τού δώσω το ένα… Να τα φάμε μαζί καθισμένοι χάμω…
Στο Σουβλατζίδικο, δεν είδα τον γνωστό μου υπάλληλο, εκείνον που μού φτιάχνει χοντρό-χοντρό το ένα και μοναδικό σουβλάκι που συνήθως παραγγέλνω… Στάθμισα το ενδεχόμενο να πάρω ένα φτενότερο, μα δε μού φάνηκε καλή η προοπτική. Δε θα χόρταινα ούτως ή άλλως. Στο σπίτι πάντα υπάρχουν φτωχόφαγα για να γεμίσω το στομάχι. Δε βαριέσαι, δε θα πάρω, αποφάσισα… Έστριψα – σαν να ξέρω πού πηγαίνω – αριστερά στην Ερμού…
Στην Ερμού (τον πιο εμπορικό δρόμο του Μαρουσιού), πολλά μαγαζιά γράφουν: «Κλειστόν»… Και χαρτόνια καλύπτουν τα τζάμια τους. Σε άλλα δεν υπάρχει τίποτα, παρά ένα σωρό λογαριασμοί σκορπισμένοι στο πάτωμα! Δυο γυναίκες κατέβαιναν προς το μέρος μου… Κουβεντιάζανε: «Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι μαύρα»… Πω, πω, σκέφτηκα. Τι λένε!... Και μοιάζουν τόσο μοντέρνες αυτές οι γυναίκες! Και εύπορες… Είναι όμως;
Ο λαχειοπώλης έδειχνε αρκετά γερασμένος. Βαθουλά τα μάτια του, λες και πεινούσε. Ή, μπορεί και να ’χε κλάψει λίγο πριν. Ωχ, δεν πρέπει να στενοχωριέμαι… Μα, γίνεται; Έφτασα στον σταθμό του τρένου (στον ηλεκτρικό) κι από κει ροβόλησα – μέσω των στενών αυτή τη φορά – στο σπίτι μου. Τα στενά έρημα, λίγος ο κόσμος… Έτσι, δηλαδή, για να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Τα χαράτσια όμως που μού στείλανε, πώς θα τα πληρώσω;
comments powered by Disqus
Ανέβηκα χτες προς βραδάκι, στο κέντρο του Μαρουσιού, να περπατήσω λίγο… Κλεισμένος μέσα στο σπίτι αρκετές μέρες λόγω αδιαθεσίας, έκρινα ότι πλέον είμαι καλά και βγήκα… Στο πορτοφόλι μου, όλα-όλα πέντε ευρώ. Συν ένα κουπόνι των δύο, για συγκεκριμένο σούπερ-μάρκετ… Ν’ αγοράσω σουβλάκι; (Ακρίβυναν κι αυτά). Να παίξω ένα Στοίχημα; (Πάντα χάνω). Τελικά, η βόλτα καμιά φορά από μόνη της, αρκεί…
Στην κεντρική πλατεία, ο καινούργιος ζητιάνος (ένας παχουλός, αξούριστος άντρας, μεσήλικας, άπλυτος), στο πόστο του, στα ίδια σκαλάκια… Απαγκιάζει το κρύο, όπως είναι μισοχωμένος στην εμπατή· πλησιάζοντας έβλεπα μόνο τα πόδια του. Κι άκουγα το ραδιοφωνάκι του να παίζει… Σκέφτομαι πως, κι εγώ, άμα φτωχύνω κι άλλο και βγω στη ζήτα, θα ’χω ένα ραδιοφωνάκι, ν’ ακούω τον Ρίαλ… Τον σταθμό που συνηθίζω…
Προσπέρασα τον ζητιάνο χωρίς να κοιτάξω, παρά μόνο με την άκρη του ματιού μου. Το ραδιοφωνάκι είχε διαφημίσεις: «– Τι θερμοσυσσωρευτή έβαλες εσύ; – Α, εγώ έβαλα τον…»… Για σκέψου, συλλογίστηκα, τι ακούει τούτος ο άνθρωπος που δεν έχει καν σπίτι! Πιο πέρα, το Σουβλατζίδικο μέσα στα φώτα… Θα ήθελα κάποτε να έπαιρνα δυο σουβλάκια, να πάω στον ζητιάνο να τού δώσω το ένα… Να τα φάμε μαζί καθισμένοι χάμω…
Στο Σουβλατζίδικο, δεν είδα τον γνωστό μου υπάλληλο, εκείνον που μού φτιάχνει χοντρό-χοντρό το ένα και μοναδικό σουβλάκι που συνήθως παραγγέλνω… Στάθμισα το ενδεχόμενο να πάρω ένα φτενότερο, μα δε μού φάνηκε καλή η προοπτική. Δε θα χόρταινα ούτως ή άλλως. Στο σπίτι πάντα υπάρχουν φτωχόφαγα για να γεμίσω το στομάχι. Δε βαριέσαι, δε θα πάρω, αποφάσισα… Έστριψα – σαν να ξέρω πού πηγαίνω – αριστερά στην Ερμού…
Στην Ερμού (τον πιο εμπορικό δρόμο του Μαρουσιού), πολλά μαγαζιά γράφουν: «Κλειστόν»… Και χαρτόνια καλύπτουν τα τζάμια τους. Σε άλλα δεν υπάρχει τίποτα, παρά ένα σωρό λογαριασμοί σκορπισμένοι στο πάτωμα! Δυο γυναίκες κατέβαιναν προς το μέρος μου… Κουβεντιάζανε: «Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι μαύρα»… Πω, πω, σκέφτηκα. Τι λένε!... Και μοιάζουν τόσο μοντέρνες αυτές οι γυναίκες! Και εύπορες… Είναι όμως;
Ο λαχειοπώλης έδειχνε αρκετά γερασμένος. Βαθουλά τα μάτια του, λες και πεινούσε. Ή, μπορεί και να ’χε κλάψει λίγο πριν. Ωχ, δεν πρέπει να στενοχωριέμαι… Μα, γίνεται; Έφτασα στον σταθμό του τρένου (στον ηλεκτρικό) κι από κει ροβόλησα – μέσω των στενών αυτή τη φορά – στο σπίτι μου. Τα στενά έρημα, λίγος ο κόσμος… Έτσι, δηλαδή, για να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Τα χαράτσια όμως που μού στείλανε, πώς θα τα πληρώσω;
comments powered by Disqus