Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
Καλημέρα! Καλημέρα σε όλες και σε όλους!... Άργησα να ξυπνήσω σήμερα κι ελπίζω να μη θύμωσα το αφεντικό μου εδώ στο «Πολιτική Σάτιρα!». Είναι, βλέπετε, η πρώτη μέρα δουλειάς μου. Προσλήφθηκα να αρθρογραφώ από ’δώ και μπρος κι εγώ σ’ αυτόν τον τόσο φιλόξενο ιστότοπο!
Ευχηθείτε μου, «καλορίζικος»!!!
Λοιπόν, μπαίνω κατευθείαν στο ψητό, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Και με τη φτώχεια που μας δέρνει – λόγω κρίσης – δεν είμαστε για πολλά-πολλά. Χτες κοιτούσα με τη συμβία μου, την Σούλα Ξαπλαρή-Μιζερή, σε μια βιτρίνα ένα ωραίο πέτσινο μπουφάν για μένα. «Αράπη μου», τής είπα – ξέρετε, την λέω «αράπη μου» αντί «αγάπη μου» και δεν το παίρνει χαμπάρι, το βούρλο!... «Αράπη μου», ξαναείπα, «έξι ευρουλάκια κοστίζει το μπουφάν. Το αγοράζουμε»;
«Τι λέ’, ρε βλήτο!», μ’ απαντάει χαριτωμένα. «Θες και μπουφάν, μ’ αυτή την κρίση; Ρε, άει πνίξου»!
Εκείνη την στιγμή, η υπάλληλος από μέσα, πήγε στη βιτρίνα και κούνησε λίγο το ταμπελάκι με την τιμή. Και ξαφνικά, αντί για έξι ευρώ, είδα να γράφει εξήντα ευρώ!... Τρελάθηκα!!! Έκρυβε μια γραβάτα το μηδενικό δίπλα στο έξι!... «Αράπη μου, αράπη μου», φώναξα! «Εξήντα κάνει!... Και συ δεν το ήθελες ούτε με έξι»…
«Ποιος Αράπης»; Ρώτησε άγρια μια φωνή από πίσω μου! Γυρίζω και τι να δω!... Τον αγωνιστή Μπαρμπαρούση! Το πρωτοπαλίκαρο της Χρυσής Αυγής!...
«Καλέ, έτσι λέω!... Για πλάκα! Μιλούσα στην αγάπη μου», καθησύχασα με την πιο γλυκιά φωνή που διαθέτω τον Μπαρμπαρούση…
«Α, καλά», είπε εκείνος. «Αν, όμως, αντιληφθείτε πουθενά κανέναν αράπη, φωνάχτε με»!...
«Φυσικά και θα σας φωνάξουμε. Δε θα παραλείψουμε να σας φωνάξουμε. Οπωσδήποτε θα το κάνουμε. Να είστε σίγουρος ότι θα σας φωνάξουμε»… Υποκλιθήκαμε (εγώ κι η Σούλα) κι ο Μπαρμπαρούσης έφυγε ικανοποιημένος.
«Πω, πω, κάτι μουστάκια που είχεεε!!!», θαύμασε η Σούλα.
«Ε, ναι», μούγκρισα αφηρημένα.
«Εσύ, γιατί δεν έχεις τέτοια μουστάκια»;
«Ε»;
«Μουστάκια, λέω! Γιατί τζουτζούκο μου, δεν έχεις εσύ μουστάκια»;
«Εγώ έχω άλλες χάρες»!
«Μμμμ»…
«Τι “μμμμ”; Το αμφισβητείς αυτό»;
«Κοίταξε να δεις… Εγώ δεν το αμφισβητώ, αλλά ο γείτονας, όλο μού λέει πως το δικό του είναι καλύτερο, ανώτερο, νοστιμότερο! Τόσες φορές που μού το λέει, ε, κάπου κλονίζομαι κι εγώ»…
«ΤΙ ΛΕΣ, ΜΩΡΗ!... Τώρα θα σε κάνω ΑΡΑΠΗ στο ξύλο!!!», ούρλιαξα εκτός εαυτού στη μέση του δρόμου. Πίσω στην πλάτη μου, κάποιος με σκούντηξε επίμονα. Ήταν ο Μπαρμπαρούσης:
«Τώρα, σίγουρα με φωνάξατε – δεν απατήθηκε η ακοή μου!... Πού είναι, λοιπόν, ο Αράπης»;