Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Ποια είναι αλήθεια η γυναίκα αυτή που έκανε αγωγή στον Θέμο Αναστασιάδη, καθώς και σε δυο-τρεις ακόμα δημοσιογράφους – μεταξύ των οποίων ο Αντρέας Καψαμπέλης (το κάψαμε τ’ αμπέλι, Καψαμπέλη μου) – και σε δυο-τρία μέλη του Σ.Δ.Ο.Ε. (της δίωξης οικονομικού εγκλήματος) ζητώντας το ποσό των 200.000 ευρώ από τον καθένα τους;
Σύνολον, «δεκάξι! Μάλλον είν’ εντάξει, όμως τι χάνω να τα ξαναδώ;», που λέει και το άσμα, σύνολον, ενάμιση εκατομμύριο ευρουλάκια.
Ω, ποια είναι, ποια; Ας το πάρει το ποτάμι! Είναι η Margaret Chant-Παπανδρέου, η φοιτητριούλα που έκλεψε την καρδιά του καθηγητή της, Ανδρέα Παπανδρέου, στο Πανεπιστήμιο της Minnesota το 1948, ενώ στην μακρινή Ελλάδα μαινόταν ο εμφύλιος! Σπούδαζε δημοσιογραφία, αλλά ο έρωτάς της για τον Έλληνα καθηγητή υπήρξε κεραυνοβόλος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ωστόσο, ήταν παντρεμένος τότε με μια άλλη γυναίκα. Κι η Chant για να μη μείνει στο ράφι – όπως φοβούνται σ’ αυτή την ηλικία όλες οι αμερικανιδούλες – παντρεύτηκε χωρίς πολλή σκέψη έναν άλλον άντρα που βρήκε στη στοίβα. Τόσο απλά! Παντρεμένος εσύ; Παντρεμένη κι εγώ… Αλλά το πάθος, το ολοκληρωτικό ερωτικό πάθος που έκαιγε στις καρδιές τους δεν έλεγε να σιγάσει.
(Ίσως, στο μεταξύ, ο άλλος άντρας να μην είχε και τις χάρες του άλλου, αλλά αυτό μεταξύ μας)!...
Άλλος έδωσε σε άλλον τριαντάφυλλον με φύλλον κι η Margaret έδωσε άρον-άρον στον πρώτο σύζυγό της – με τον οποίον συμπλήρωσε, ζόρι και μετά βίας, δυο-τρία χρόνια έγγαμης ζωής – τα παπούτσια του στο χέρι. Αχ, «και Νικολό καρτέρει» τώρα, που λέει ο λαός μας. Στον ρόλο του «Νικολού» ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος την παντρεύτηκε, με δεύτερο γάμο και για τον ίδιο, το 1951.
Και που λέτε, λοιπόν, «Ανδρέου και Μαργαρίτιδος γίγνονται παίδες τέσσαρες»!... (Κατά το «Δαρείου και Παρισάτιδος γίγνονται παίδες δύο»). Γιωργάκης, Αντρίκος, Νικολάκης και μια κοπέλα αν δεν κάνουμε λάθος, μάλλον την είπανε Σοφία (η μαγική επιρροή της βασιλικής οικογένειας ενέπνεε πολλά ονόματα σε οικογένειες πολιτικών εκείνον τον καιρό).
Την εποχή πριν τη Χούντα, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα για να γίνει βουλευτής στο κόμμα του μπαμπά του, Γεωργίου Παπανδρέου, του και «Γέρου» μετέπειτα επονομαζόμενου, εγκαταλείποντας το καθηγητηλίκι στις Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε στη Σουηδία αρχικά και, εν συνεχεία, στον Καναδά. Έκπληξη προξενεί πώς δεν πήγανε στις Η.Π.Α., αλλά μάλλον θα υπήρχε πρόβλημα με τα πεθερικά του, εκεί.
«Χώρισέ τον, τον ακαμάτη,
μπα που να τού βγει, το μάτι!
Χώρισέ τον, χώρισέ τον,
άνευ φιόρων και κουφέτων»!
Τέτοια κι άλλα πολλά θα τής έλεγαν στο τηλέφωνο η μάνα της κι ο πατέρας της, της Margaret, οπότε ο Ανδρέας Παπανδρέου, συνετά πράττων, προτίμησε να μείνουνε στον Καναδά, στα κρύα και στα χιόνια…
Όταν κατέρρευσε η Χούντα, επέστρεψαν οικογενειακώς – το σωτήριον έτος 1974 – λίγο μετά από τον Καραμανλή (τον αληθινό «Γέρο της Δημοκρατίας») και τούτο συνέβη αφού ο πρώτος είχε προλειάνει το έδαφος δίνοντας με παλλαϊκό δημοψήφισμα τα παπούτσια του στο χέρι του άβουλου, άπειρου και άτολμου βασιλιά Κωνσταντίνου, τον οποίο είχαν εκτοπίσει οι δικτάτορες.
(Για την ιστορία να πούμε ότι, ο βασιλιάς έπρεπε να είχε επιστρέψει πρώτος απ’ όλους στην απελευθερωμένη Ελλάδα αψηφώντας κάθε κίνδυνο για τη ζωή του, και να αποκαταστήσει με αποφασιστικότητα την το πρότερον καθεστηκυία τάξη. Εν τοιαύτη περιπτώσει, δύσκολα θα τον έδιωχναν μετά κι ούτε ποτέ θα είχε διεξαχθεί το περιβόητο δημοψήφισμα).
Εφτά χρόνια μετά την επταετία (την Χούντα), το 1981, νάσου τσουπ!, το Πα.Σό.Κ. στην εξουσία… Το ίδρυσε το ’74 με μια παρέα γενειοφόρων, μουστακαλήδων και ζιβαγκοφόρων (φορούσαν παντελόνια τζιν και μπλουζάκια ζιβάγκο, που ήταν πολύ της μόδας εκείνο τον καιρό. Συν ότι, το παντελόνια τζιν ήταν …«καμπάνα». Ανατριχιάσατε;).
Και, ιδού τα Pumpers, οι επιχορηγήσεις στους ημετέρους, τα σκάνδαλα, το «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» και τα λοιπά συναφή! Οι ξένοι μας δανείζανε προθύμως κι οι κυβερνήσεις μας, τα παίρνανε. Ήξερε κανείς πως δανειζόμαστε; Όχι, κανείς! Το είχανε κρυφό καμάρι οι ολίγοι και ισχυροί. Έτσι, έβλεπες το «Ελληνικό θαύμα» να εξαπλώνεται, την ευμάρεια και την ευημερία να εγκαθίσταται απ’ άκρου σ’ άκρο στη χώρα και το χαιρόσουνα. Έβλεπες επίσης, συχνά-πυκνά στη λεωφόρο Κηφισίας την απαστράπτουσα Μερσεντές του ηγέτη μας! Την Γκάντι (την Ίντιρα), τον άλλον, τον Παλαιστίνιο Γιασέρ Αραφάτ, τον Σουηδό Ούλοφ Πάλμε, Άγγλους, Γάλλους, Οστρογότθους· γενικώς, κόσμο και κοσμάκη.
Ένα περιβάλλον που ευνοούσε, σαν την κοπριά στα λάχανα, κάθε εκκολαπτόμενο Τσοχατζόπουλο, κάθε τσόχα και κάθε ραφτικό!
Και τι κάναμε μέσα στην πάνδημη απόλαυση και ραστώνη; Κλείσαμε τις βαριές μας βιομηχανίες – τι τις θέλαμε, αφού οι ξένοι μάς έδιναν τα πάντα πολύ φτηνά; Ρίξαμε σε μαρασμό την αγροτική μας παραγωγή – τι την θέλαμε, αφού οι ξένοι μάς αποζημίωναν και με το παραπάνω για την μη-παραγωγή μας. Διαπράχθηκαν τέρατα και σημεία. Μέχρι που ερωτεύτηκε και πάλι η πρωθυπουργάρα μας! (Αιωνία του η μνήμη).
Ήταν να μην ταξιδέψει με την Ολυμπιακή, αφού ταξίδεψε μια, αφού ταξίδεψε δυο και τρεις και πέντε, τον πλάνεψε η ξανθιά αεροσυνοδός Δήμητρα, εκείνη καλέ, με την αλυσιδίτσα στο πόδι. Αχ, αυτή την αλυσιδίτσα, ούτε να την ακουμπήσω δεν θέλω!... Κι άφρισε από το κακό της η Margaret Chant. «Ώστε, θα μού δώσεις τα παπούτσια μου στο χέρι;» βρυχήθηκε… (Τι ανήθικο, αλήθεια, ε;).
Δεν τής πέρασε όμως! Εμ, το τρίτο στεφάνι – ρωτήστε και τον Κώστα Ταχτσή που είναι μαθός και γραφός – πολύ μεγάλο κακό κάνει!... Με παπά και με κουμπάρο, η Δήμητρα Λιάνη μετετράπη εν μια νυκτί, από αεροσυνοδός σε Δήμητρα Παπανδρέου… (Ήτοι, πρώτη κυρία της δύσμοιρης Ψωροκώσταινας).
Δωράκια, ασημικά, μπιχλιμπίδια, βιλίτσες, βιλάρες, ταπεινά καταλύματα, έριδες (με τα παιδιά του Ανδρέα), σκάνδαλα του πρώην βίου της νυν, ασθένειες του νυν βίου της πρώην και πάει λέγοντας! Μα κι ο Ανδρέας πήρε την κάτω βόλτα: Γιακούμπ, Κρεμαστινός και καπούτ κάποια στιγμή, αποδήμησε εις Κύριον (κατ’ άλλους, θυμαράκια)… Αφού πρωτύτερα τον στήσανε στο μπαλκόνι στις τελευταίες εκλογές της ζωής του, τις οποίες σημειωτέον τις κέρδισε.
Αχ, ελληνικέ λαέ, σε τρώει ο απαυτούλης σου, ώρες-ώρες!!!
Και μπήκαμε στην ΟΝΕ. Και ενταχτήκαμε στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, δίχως όμως να έχουμε το δικαίωμα – άκουσον! – να τυπώσουμε εμείς χρήμα. Αλλά ο Σημίτης (ο πρωθυπουργός το 2000, έτος της νομισματικής μας ένωσης), ούτε αυτό μάς το είπε… Ο κόσμος εδώ, νόμιζε πως, κατά το μέτρο του πληθυσμού μας και κατά το μέγεθος της οικονομίας μας, μπορούσαμε κι εμείς να τυπώνουμε ένα ποσοστό από το κυκλοφορούν χρήμα.
Φευ, όχι…
Και ήρθε ο Κώστας ο Καραμανλής, το ανιψίδι του Κωνσταντίνου Καραμανλή και κυβέρνησε μέσα σ’ ένα ανάπηρο σύστημα, με τον πλέον σωστό τρόπο: Μην κάνοντας τίποτα! Ό,τι και να ’κανες μέσα σ’ αυτό το σύστημα, ήταν καταδικασμένο a-priori. Πολύ σκληρά σε κάποια συνεδρίαση στη Βουλή, τού φέρθηκε ο υιός της Margaret Chant, άρτι αναρριχηθείς στην αρχηγία του Πα.Σό.Κ., ο Γιωργάκης.
Ο Καραμανλής, είτε λόγω πάχους είτε λόγω Βατοπεδίου, τα βρόντηξε πρόωρα…
Κι ο Γιωργάκης, εκλέχτηκε με ευκολία πρωθυπουργός για να μας σώσει. Σωτήρας σωστός, πεφωτισμένος κυβερνήτης, έφτιαξε γυμναστήριο στα γραφεία του κόμματος και διαχειρίστηκε τα εκατομμύρια των κρατικών επιχορηγήσεων (και των τίμιων δωρεών διάφορων επιχειρηματιών) με τρόπο συνετό και λελογισμένο… Δεν έφαγε με χρυσά κουτάλια! Δεν άφησε άσωστη τη χώρα μας! Επιπροσθέτως, έχωσε μέσα στην Ε.Ε. το Δ.Ν.Τ. και άπαξ και μπήκε μέσα το Δ.Ν.Τ., δεν τού κάνει καρδιά να φύγει… Οι Ευρωπαίοι σίγουρα θα αισθάνονται πολύ ευγνώμονες στον Γιωργάκη.
Όθεν και εμείς – για να τελειώνουμε τέλος πάντων! – μεγάλη τιμή απονέμουμε στην Margaret Chant-Παπανδρέου ενώ, φυσικά, υποστηρίζουμε τις αγωγές της και μακάρι η γυναίκα να εισπράξει το ενάμιση εκατομμύριο που γυρεύει, να ’χει για τα γεράματά της…