Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Είναι πολύ καλό να δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες σε μια χώρα – πόσω μάλλον σε μια μικρή και όμορφη χώρα σαν τη δική μας… Αλλά, αυτές οι πολυεθνικές, είναι προτιμότερο μάλλον να έρχονται και να εγκαθίστανται, όχι επειδή «μυρίστηκαν ψοφίμι», αλλά επειδή επιθυμούν να ενταχθούν και να συν-ενεργήσουν μέσα σε μια υγιή και δραστήρια εντόπια οικονομία.
Για να καταστεί ισχυρή μια εγχώρια οικονομία, χρειάζεται να γίνουν ισχυροί οι πολίτες της, το κάθε μεμονωμένο άτομο, χωριστά. Στην Ελλάδα παρατηρείται η παραδοξότητα, άνθρωποι της παραγωγικής ηλικίας, ικανοί, μορφωμένοι, έξυπνοι, να είναι άνεργοι – ακόμη και μακροχρόνια άνεργοι – παρασιτώντας άκοντες στο περιθώριο της τελματωμένης και λιμνάζουσας επιχειρηματικότητας.
Επίσης, παρατηρείται το ανεπίτρεπτο φαινόμενο, άνθρωποι εγνωσμένης αξίας (πτυχιούχοι, ευρεσιτέχνες, ιδιοφυείς προγραμματιστές Η/Υ, καινοτόμοι αρχιτέκτονες και κατασκευαστές κ.ά.) να μην μπορούν να εργαστούν πάνω στον τομέα τους. Ή, αν εργαστούν, να κάνουν δουλειές μακράν του ταλέντου τους και, φυσικά, να αμείβονται με εντελώς γελοίους μισθούς. Θυμίζουμε το εξής:
Συνέντευξη του υπουργού Οικονομίας, κ. Γιάννη Στουρνάρα, πριν από λίγες μέρες, στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM (εκπομπή Νίκου Χατζηνικολάου):
«Εσείς, κύριε υπουργέ, θα μπορούσατε να ζήσετε με μισθό 500 ευρώ»;
«Όχι βέβαια»!...
Έστω, ωστόσο, ας υποθέσουμε – άδικη υπόθεση εργασίας – ότι οι ταλαντούχοι, π.χ. ζωγράφοι, θα γίνουν για λίγο καιρό (μέχρι να ορθοποδήσουμε) ελαιοχρωματιστές… (Το παράδειγμα είναι εντελώς συμβολικό, προκειμένου να μη θίξουμε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες). Γιατί δεν αξιοποιούμε το υπάρχον εμπορικό δυναμικό; Τους συμπολίτες μας δηλαδή, που κάθονται γιατί έκλεισαν το μαγαζί τους, λόγω χρεών, λόγω δυσβάσταχτης φορολογίας, λόγω και μιας ατυχίας σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις…
Εδώ, το παράδειγμά μας θα είναι πολύ συγκεκριμένο:
Ο γράφων, διατήρησα εμπορική επιχείρηση από το 1982 μέχρι το 1997. Ήταν ένα όμορφο κατάστημα με κεραμικά είδη. Εκεί, μπορούσες να βρεις από την απλή γλάστρα για το φύτεμα των λουλουδιών μέχρι υπέροχης λαϊκής τέχνης σερβίτσια (του καφέ, του τσαγιού κ.λπ.), καλόγουστα πιάτα τοίχου ζωγραφισμένα από λαϊκούς ζωγράφους, απερίφθαστα σκεύη μαγειρικής (γιουβετσάκια – κοτοπουλιέρες – γάστρες), πιθάρια για το λάδι και τις ελιές, ΟΛΑ ΠΗΛΙΝΑ…
Δεν παρήγαγα ο ίδιος αυτά τα πράγματα, αλλά τα διέθετα ως μεταπράτης. Είχα έναν πανέμορφο χώρο, ένα μικρό σχετικά αλλά πολύ περιποιημένο μαγαζί και οι παραγωγοί με προμήθευαν κάθε εβδομάδα «ένα φορτηγό», «δύο φορτηγά» (στις καλές μέρες και περισσότερα) εμπόρευμα… Οι παραγωγοί αυτοί, ζούσαν από εμένα. Κι εγώ από αυτούς. Είχαμε σχέση ζωής…
Θυμάμαι που έρχονταν να πληρωθούνε. Ο κυρ-Γιώργης τη Δευτέρα το βραδάκι. Με το κουστούμι του, καλοχτενισμένος. Καθόταν πλάι μου στο γραφείο, κουβεντιάζαμε. Τον ζήλευα. Κοίταζα τα χέρια του τα βασανισμένα απ’ τον πηλό… Τα άγια χέρια του. Έπαιρνε τιμημένα χρήματα. Κι εγώ από τους πελάτες μου, επίσης… Δεν υπήρχε σκέψη για κλοπή, για φοροαποφυγή. Όχι… Το κράτος δικαιούτο το μερίδιό του. Θα το έπαιρνε. Σε αντάλλαγμα, μού έφτιαχνε την μεγάλη εθνική οδό που εγώ θα ακολουθούσα ένα Σάββατο, μια Κυριακή με την κοπέλα μου να πάμε μια εκδρομή. Μού παρείχε έργα με τα χρήματά μου το κράτος.
Και δεν γνώριζα καθόλου ότι τα τρώνε… Ότι, αντί να κάνουν έργα με τα χρήματά μου, έκαναν έργα με δανεικά κι αγύριστα τότε… Κανένας ποτέ, δεν με ενημέρωσε. Νόμιζα ότι η οικονομία μας λειτουργούσε αυτόνομα. Μια ζωή το νόμιζα αυτό…
Το 1997 έκλεισα το μαγαζί μου, γιατί ήρθαν μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες και προσέφεραν μεγαλύτερο μίσθωμα στον ιδιοκτήτη του ακινήτου – το οποίο μίσθωνα. Ταυτόχρονα, με κάποιον νόμο, απελευθερώθηκαν τα ενοίκια και ο ιδιοκτήτης μπορούσε να σε διώξει όποτε ήθελε. Έφυγα, λοιπόν, και μεταπήδησα στον χώρο των παραγωγών δίσκων (κάτι που προτιμώ επί του παρόντος να μην περιγράψω).
Μαζί με μένα, έφυγαν και οι υπόλοιποι μεταπράτες – μιλάμε για την περιοχή του Αμαρουσίου και για τα περίφημα «Κανατάδικα». Πλέον, η επιγραφή αυτή υπάρχει μόνο στη στάση του λεωφορείου. Στάση «Κανατάδικα». Όμως, τα κανατάδικα έκλεισαν. Και στη θέση τους, ξεφύτρωσαν Τράπεζες, εισαγωγικές εταιρίες, μεγάλα συμφέροντα…
Και πείνασε το σπίτι του κυρ-Γιώργη, του κυρ-Βασίλη και των άλλων… Και χάθηκαν κι από τα καμίνια τους αυτών, οι τεχνίτες που με φινέτσα και παραδοσιακή τέχνη έφτιαχναν την στάμνα για το νερό που ιδρώνει και το κρατά δροσερό και σήμερα δεν βρίσκεις πια κανέναν τέτοιον τεχνίτη, ίσως στον κόσμο ολόκληρο… Ένας συνάδελφός μου, που είχε ίδιο με το δικό μου μαγαζί παρακάτω, με συνάντησε τις προάλλες και τον ρώτησα τι γίνεται στο χώρο:
«Πείνα, πολλή πείνα», μού απάντησε…
Ο συνάδελφός μου έχει ανοίξει καφετέρια και δεν παραπονείται. Τού είπα, παρόλα αυτά: «Ξανανοίγουμε»; Κούνησε το κεφάλι του μελαγχολικά…
Γιατί να μην υπάρχει χρηματοδότηση, απευθείας από το κράτος, ώστε όλοι οι ικανοί και έμπειροι στους διάφορους τομείς, να ανοίξουν ένα μαγαζί; Γύρω από αυτό το μαγαζί, θα φάνε ψωμί πολλοί άνθρωποι. Γιατί, ενώ έχουμε ικανότητες, υποχρεωνόμαστε να ζήσουμε με 500 ευρώ τον μήνα; Εκτός από τα μικρομάγαζα, μπορούμε να βοηθήσουμε και τους μικροκαλλιεργητές, καθώς και άλλες χίλιες δραστηριότητες. Γύρω από κάθε μαγαζί, ανθεί μια οικονομία πολλών περισσοτέρων. Και αν για να δημιουργηθεί αυτό το μαγαζί έχεις χρηματοδοτηθεί από το κράτος, τότε μπορείς να υπόκεισαι και σε αγορανομικούς κανόνες:
Να διαθέτεις ένα προϊόν κάτω του κόστους. Συντονισμένα να το κάνεις αυτό. Με οδηγίες της κυβέρνησης (που σε χρηματοδότησε και σού το έθεσε ως όρο για ένα άλφα χρονικό διάστημα). Έτσι, πουλάς αφενός εγχώριο προϊόν, αφετέρου πολύ πιο φθηνά από τις πολυεθνικές. Κι ο κόσμος – το αγοραστικό κοινό – σε προτιμά και σε στηρίζει.
Και δεν σε στηρίζει επειδή είσαι Έλληνας (τέτοιοι ρατσισμοί έξω από το άρθρο αυτό). Σε στηρίζει επειδή πουλάς φτηνότερα. Και έχεις και ποιότητα ανώτερη. Κανένας δεν μάς παραβγαίνει σ’ αυτό. Αμφιβάλλετε;
Περισσότερα θα πούμε στην εκπομπή του Enikos.gr, απόψε. Μην τη χάσετε…