Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
ΕΠΕΙΔΗ, η αληθινή ζωή, ελάχιστα απέχει από ένα παραμύθι (αλλά, πσσστ, αυτό ας μείνει μεταξύ μας. Μην το πείτε πουθενά)...
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, σ’ ένα μεγάλο και ωραίο κοτέτσι – σαν την Ελλάδα μας, καλή ώρα – οι κότες είχαν άφθονο καλαμπόκι. Τόσο άφθονο μάλιστα, ώστε συχνά-πυκνά έβρισκες κατοστάρικα, και μετέπειτα ευρώ και δίευρα, στα παρατημένα καροτσάκια των σούπερ-μάρκετ.
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ ατελείωτη ευμάρεια, υπήρχαν ασφαλώς και κάποιοι που πεινούσαν. Αυτό συμβαίνει σε κοτζάμ δα πολυάνθρωπες κοινωνίες, πώς θα μπορούσε να μη συμβαίνει σ’ ένα κοτέτσι σαν το δικό μας; Μόνο που δεν αποτελούσαν τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση.
ΚΑΙ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝ οι κότες το καλαμπόκι τους ευτυχισμένες και κανένας δεν σκεφτόταν το αύριο, μέχρι που το αύριο ήρθε. Μαζί, ήρθε κι ο Κοκοράκης (τώρα, αν λεγόταν Γιωργάκης Κοκοράκης, θα σας γελάσουμε). «Δεν πάμε καλά», είπε ο Κοκοράκης. «Χρωστάμε. Έχουμε ελλείμματα»!
«ΠΟΥ ΧΡΩΣΤΑΜΕ, βρε Κοκοράκη;», ρώτησαν οι κότες. «Εσύ δε μάς έλεγες ότι, “λεφτά υπάρχουν”»; «Είπα-ξείπα», απαντούσε εκείνος χωρίς ίχνος τσίπας. «Δεν ξέρατε ότι, από την εποχή του πατέρα μου, του Αρχικοκοράκη, δανειζόμαστε; Ζούμε με δανεικά, κότες μου αγαπημένες».
ΦΟΒΕΡΗ ΤΑΡΑΧΗ κυρίεψε τους πάντες. Έμοιαζε ξαφνικά το κοτέτσι, βομβαρδισμένο τοπίο. Οι κότες σήκωσαν εν μια νυκτί από τις Τράπεζες τ’ αποθέματα καλαμποκιού που είχαν σωρέψει, και με βιάση και πανικό άρχισαν να πουλούν όσο κι όσο τα πολυτελή τους είδη, π.χ. αυτοκίνητα.
Η ΥΠΕΡΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ, είχε αρνητικό αντίχτυπο στην αγορά. «Κυβερνώ ένα διεφθαρμένο κοτέτσι», δήλωνε ταυτόχρονα στο εξωτερικό ο Κοκοράκης, λες και οι ξένοι είναι αγαθάγγελοι και δε γνωρίζουν από διαφθορά. Αποτέλεσμα; Σταμάτησαν οι εισροές καλαμποκιού στο κοτέτσι!
ΕΤΣΙ, ΕΠΕΣΕ ΠΕΙΝΑ. Η πείνα έφερε πρόσθετα μέτρα προκειμένου «να εξευρεθούν χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους». Τα λάθη τους τα οφθαλμοφανή, μόλις ψοφούσε καμιά κότα τα παραδέχονταν όλοι, αλλά κατόπιν εορτής. Μίκρυναν τα μεγέθη, το χρέος αυξήθηκε.
ΣΗΜΕΡΑ ΠΙΑ, δε βρίσκεις σπόρο καλαμπόκι μες στο κοτέτσι. Λίγα πίτουρα μόνο, μουχλιασμένα και πολυκαιρινά. Οι ξένοι κόκορες αγόρασαν πρόθυμα το σύνολο του χρέους των κοτών, το «κουρέψανε» – δηλαδή, κουρέψανε τις κότες· αυτοί δεν χάσανε – και το τοκίσανε ν’ αβγατίσει.
ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΤΕΣ, δε γεννάνε αβγά… Μείνανε λίγες, όλες πετσί και κόκαλο, έτοιμες ν’ αποχαιρετήσουν τον μάταιο τούτο κόσμο, άπαξ και δια παντός. Μοναχά να ονειρεύονται μπορούνε. Η ελπίδα, πάει πέθανε γι’ αυτές. Ονειρεύονται πως φεύγουν, μεταναστεύουν σε άλλο κοτέτσι μακρινό…
ΜΠΑΧΑΜΕΣ, Αζόρες, Νησάκια του Πάσχα… Όλα εκείνα, τέλος πάντων, τα μέρη τα εξωτικά που πάντα με τ’ όνειρο πάμε.
Αγαπάτε τη λογοτεχνία; Θέλετε να γνωρίσετε το Verse Monkey;