Ads



2 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟΝ ΤΗΣ ΠΕΝΙΑΣ


Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης

Με κάλεσε στο σπίτι του, τη μέρα της γιορτής του. Ο νεωκόρος του ναού… Με τέσσερα μικρά παιδιά, τη σύζυγό του και τη μητέρα της συζύγου του την παραπληγική. Και πήγα…

Δεν είχα όμως λεφτά να πάρω δώρα, τουλάχιστον στα παιδιά του… Σκέφτηκα να στείλω mail σε κοινό μας φίλο που κάπως καλύτερα τα καταφέρνει, να μού στείλει τέσσερα δωράκια. Μετά άλλαξα γνώμη. Πήρα την κάρτα μου την πιστωτική, την καταχρεωμένη. Θα την στύψω – σκέφτηκα – κάτι θα βγάλει ακόμα…

Κι έβγαλε: Τέσσερις σοκολάτες, ένα κουτί μελομακάρονα, ένα τρανζιστοράκι – υπήρχε λόγος γι’ αυτό – και ένα τετράδιο με τέσσερις στυλούς συσκευασία.

Το τρανζιστοράκι το αγόρασα γιατί όταν επισκέφθηκα τον νεωκόρο στον ναό, είχε ένα παλιό σχεδόν χαλασμένο τρανζιστοράκι. «Είναι του ναού;», τον ρώτησα. «Όχι», μού απάντησε. «Δικό μου είναι. Όταν φεύγω, το βάζω στην τσέπη του μπουφάν και το παίρνω στο σπίτι για ν’ ακούει κι η γυναίκα μου τίποτα ειδήσεις»…

Επίσης, το τετράδιο με τους στυλούς, το πήρα επειδή ο φίλος αυτός γράφει ποιήματα… Είναι μάλιστα πολύ σπουδαίος λογοτέχνης. Άγνωστος μεν, πολύ σπουδαίος δε…

Συμβολικά δωράκια τούτα, όσο με βοηθούσε κι η δική μου άλλωστε δύναμη. Με τη βενζίνη στο κόκκινο, οδήγησα κι έφτασα στη διεύθυνση που μού έδωσε. Δεν είχα ξαναβρεθεί στο σπίτι του. Είχαμε χαθεί για πάνω από μια δεκαετία και τώρα που βρεθήκαμε, νέα δεδομένα…

Και παντρεμένος πια…

Τι καλά παιδάκια!... Το μεγαλύτερο έντεκα χρονών, το μικρότερο τεσσάρων. Χαρήκανε τρομερά με τις σοκολάτες!... Μού δείξανε τις ζωγραφιές τους. «Θα γίνουν ζωγράφοι», περηφανεύτηκε ο φίλος μου. Η γυναίκα του, δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται με το τρανζιστοράκι. Τοποθέτησε τα μελομακάρονα στο τραπέζι. Τα παιδιά ήθελαν να τα ανοίξουν. Όπερ και εγένετο. Σχεδόν τα φάγανε όλα.

Το σπίτι πολύ-πολύ μικρό. Μια μαντεμένια σόμπα έκαιγε, δίπλα στην πόρτα. Η πόρτα μισάνοιχτη. Χαμηλοτάβανο, μελαγχολικό. Η παραπληγική γριούλα σε παραδίπλα δωματιάκι δύο επί τρία μέτρα – και πολύ λέω…

Στο ντιβανάκι της καθισμένη. Δεν άκουγε, δεν έβλεπε, δεν με θυμήθηκε. Εγώ τη θυμόμουν απ’ τον αρραβώνα του φίλου μου. Τότε ήταν καλά. Αρχοντογυναίκα… Τώρα, μια ψυχούλα άνθρωπος…

Αυτά από τη γιορτή του… Χτες τηλεφωνηθήκαμε για το «καλή χρονιά»… «Άσε, Παναγιώτη», μού είπε. «Τσακώθηκα με τη γυναίκα μου».
«Γιατί»; Τον ρώτησα.
«Δεν έφτανε το φαγητό, την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Γύρισα στο σπίτι το βράδυ και δεν μού είχαν φυλάξει φαγητό»…
«Ε, εντάξει», τού είπα. «Πταίσματα είναι αυτά. Τα ξαναφτιάξατε, δεν τα ξαναφτιάξατε»;
«Ναι, τα ξαναφτιάξαμε»…

«Σε ποιον έτυχε το φλουρί»; Άλλαξα την κουβέντα εγώ.
«Στον τάδε»! (Το πιο ζωηρό από τα παιδάκια του).
«Ω»! Θαύμασα…
«Αλλά όχι το βράδυ. Στον δεύτερο γύρο, την πρωτοχρονιά το πρωί. Το βράδυ δεν έτυχε σε κανέναν»…
«Α, οκέυ», είπα. «Πάλι πιάνεται»…
Χαμογελάσαμε, είπαμε κι άλλα λίγα και κλείσαμε το τηλέφωνο.

Το σημείον όμως της πενίας, που είναι και ο τίτλος του κειμένου αυτού, εδώ ακριβώς βρίσκεται. Για σκεφτείτε: Πόσο μεγάλη πια, μπορεί να είναι μια βασιλόπιττα; Σ’ αυτό το μικρό σπιτάκι (του φίλου μου), συνωστίζονται μαζί με την παραπληγική γιαγιά, εφτά άτομα!

Φανταστείτε λοιπόν, πόσο μικρά κομματάκια θα έκοψαν τη βασιλόπιττα, ώστε να περισσέψει και για την επόμενη μέρα…

Get our toolbar!
comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B