Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ
Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Μερικές φορές, η συζυγική ζωή καταντά βαρετή. Ειδικά αν, ο ένας απ’ τους δύο, αρχίσει τη μουρμούρα. Συνήθως αυτό ξεκινά από τη γυναίκα κι ο άντρας απλά διαμαρτύρεται: «Βρε γυναίκα, άσε με στη γλυκιά μαστούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα», παρακαλεί… Κι εκείνη τότε, τού απαντά: «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε*»… (Φόρος τιμής στον μεγάλο έλληνα ρεμπέτη, Γιάννη Παπαϊωάννου).
Εγώ, λοιπόν, έγραφα το βράδυ στο τραπεζάκι της κάμαρας κι η Σούλα ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά στο διπλό κρεβάτι, γλώσσα δεν έβαζε μέσα της…
«Ξέρεις, τζουτζούκο μου, πώς λένε το “κρεβάτι” στα κυπριακά»;
«Ουφ, άσε με, μωρέ Σούλα να γράψω! Περιμένουν στο Enikos το άρθρο μου… Να τους απογοητεύσω τους ανθρώπους»;
«Αυτοί σε απολύσανε, Τάκη μου και μόνο εσύ δεν το ξέρεις»!...
«Με απολύσανε»;
«Ναι, αλλά μην κλάψεις τώρα!... Άκου πώς λένε το “κρεβάτι” στη μεγαλόνησο, να πέσεις ξερός απ’ τα γέλια! “Γαμίστρα”, το λένε!!! Χα, χα, χα, “γαμίστρααα”»…
«Α, στο καλό!», έκανα κεραυνοβολημένος. Πολύ αθυρόστομοι αυτοί οι Κύπριοι, τέλος πάντων…
«Κι αυτός που λέει βλακείες, πώς λέγεται νομίζεις;», συνέχισε χαχανίζοντας και σφαδάζοντας πάνω στο στρώμα η γυναικούλα μου…
«Πώς;», ρώτησα όλο ενδιαφέρον τώρα. Αντίο άρθρο μου, έχασα πια τελείως τον ειρμό μου…
«“Λαφαζάνης”, χου, χου, χου»!!!
«Σαν τον βουλευτή; Τον Παναγιώτη Λαφαζάνη»;
«Ναι, αντράκλα μου!... Χου, χε, χουουου»!!!
Τώρα γελάει για μένα ή για τον …Λαφαζάνη; Χμ, και πού τα ξέρει όλα αυτά η Σούλα; Για στάσου να πληροφορηθώ…
«Σούλα μου»;
«Ορίστε; Χι, χιιι, χου, χουουου»…
«Αγάπη μου, πού τα ξέρεις όλα αυτά; Εσύ δεν πήγες ποτέ στην Κύπρο»!
«Α, μπορεί να μην πήγα στην Κύπρο, τζουτζούκο μου, αλλά όταν ήμουν μαθήτρια είχα έναν Κύπριο συμμαθητή στο σχολείο! Εγώ ήμουν δεκάξι κι αυτός δεκαοχτώ – είχε μείνει σε δυο τάξεις κι ήμασταν στο ίδιο τμήμα»…
«Και σ’ έκανε ξεφτέρι, βλέπω»! (Σχεδόν θύμωσα).
«Αμέ! Τα έμαθα όλα φαρσί»…
«Και πώς τον λέγανε»; (Ξεψαχνίζω να μάθω λεπτομέρειες).
«Γιάννο Γιάννου»… (Είναι αθώα και γι’ αυτό μού το είπε).
Έμεινα σκεφτικός να μπεγλερίζω το κομπολόγι μου… Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στα γραφεία του Enikos, κάποιοι απόψε δεν θα λάβουν το άρθρο μου… Ράγισε η καρδιά μου…
«Ντριιιννν». Ωχ, το κουδούνι της κάτω πόρτας της πολυκατοικίας – λέτε να στείλανε από το Enikos για να παραλάβουν το άρθρο μου; Να είναι μήπως ο ίδιος ο διευθυντής, αυτοπροσώπως; Ας δω, στο θυροτηλέφωνο…
(Μιλώ στο ακουστικό του θυροτηλεφώνου). «Ποιος είναιεεε»;
«Συγνώμην, αυτό είναι το κουδούνι της κυρίας Άσπας»; (Σαν γέρος ακούγεται που διαβάζει τα καρτελάκια).
«Τι λέ’, ρε στραβούλιακα; Είναι και βράδυ, ε; Δε βλέπεις στο σκοτάδι, ε; Χτυπάς έτσι, άντε-άντε, τα θυροτηλέφωνα του κοσμάκη κι όποιον πάρει ο χάρος»; (Τα πήρα στην κράνα).
«Όι, κύριέ μου, αντζελοσσιάζομαι απ’ τις φωνές σας. Δεν αμπλέπω καλά… Κόλλησα ντην μούττη μου στα γκουδούνια για να ιδώ»! (Μοιάζει να έχει όρεξη για κουβέντα, ο άτιμος).
«Εντάξει, εντάξει. Δεν έχουμε καμία Άσπα εδώ. Τ’ ακούς; Καμία Άσπα… Δίνε του! Και, πού ’σαι; Απ’ το πεζοδρόμιο! Μη σε πατήσει κανένα πουλλούι»… (Α, τού την είπα, δεν άντεξα)…
«Τάκη, Τάκη»!!! Η Σούλα σηκώθηκε πάνω κι έτρεξε ξυπόλητη δίπλα μου. «Μην τον διώχνεις· περίμενε! “Άσπα” με φωνάζανε στο σχολείο. Βγαίνει από το “Ασπασία”. Μπορεί να είναι κανένας παλιός γνωστός μου»!...
«Επ, είστε ακόμα εκεί»; Έκραξα στο θυροτηλέφωνο.
«Εδώ είμαι, δαχαμαί»… Κλαψούρισε.
«Το όνομά σου»;
«Γιάννος Γιάννου»…
(Πω, πω, ανατρίχιασα)… «Ανέβα πάνω, άνθρωπέ μου! Στον δεύτερο έλα!»… (Τρρρρρ-τρρρ… Τού άνοιξα).
«Σούλα», έκανα αναμπουμπουλιασμένος, «τράβα να φορέσεις μια άλλη ρόμπα. Πολύ διάφανη είναι τούτη»…
«Ω, δεν πειράζει, αγάπη μου… Εγώ, από τον Γιάννου ποτέ δεν ντρεπόμουνα»!
«Τώρα θα ντραπείς! Τσακίσου γρήγορα ν’ αλλάξεις, αλλιώς θα γίνει χαμός»!...
«Καλά, ντε; Πώς κάνεις έτσι; Πάω, πάω. Πέρνα τον μέσα κι έρχομαι»…
Ο Γιάννος Γιάννου ανέβηκε με τα σκαλιά – δεν πήρε καν το ασανσέρ. Επίσης, δεν άναψε ούτε το φως. Στα ψαχουλευτά έβρισκε τα σκαλοπάτια. Είδα τα μάτια του που γυαλίζανε στο ημίφως. Αραιά μαλλιά με πολλά κενά στο πάνω μέρος του κεφαλιού, παντελόνι κοτλέ, σακάκι καφέ και στα χέρια του ένα κουτί γλυκά! Μεγάλο σαν τούρτα. Λατρεύω τις τούρτες, ομολογώ…
Μόλις πάτησε στο τελευταίο σκαλοπάτι, μέτριος μού φάνηκε. Σαν και μένα σε κυβικά και ανάστημα. Όπως λέει η παροιμία: «Ο Αντίζηλος που θα γεννηθεί, με τον Γαμπρό θα μοιάζει»…
«Δεν πήρατε το ασανσέρ»; Αντί χαιρετισμού τον ρώτησα.
«Είχατε ασανσέρ; Πού να το ξέρω; Εποζούρτισα μέχρι να φτάξω»!...
«Φτάξατε όμως! Φτάξατε»!
«Σαν καλαμαράς λαλείτε», σφύριξε λαχανιασμένος. «Ελλαδίτης θα είστε σίγουρα».
«Τω όντι», τον βεβαίωσα. Μέριασα από την πόρτα για να περάσει.
Πέρασε και στάθηκε στο χωλ κοιτάζοντας με θαυμασμό τους τοίχους και το ταβάνι… «Ωραίο σπίτιν έχετε»…
«Ε, ένα δυομισάρι είναι όλο κι όλο. Στ’ αριστερά σας η κρεβατοκάμαρα – τώρα βρίσκεται μέσα η γυναίκα μου και αλλάζει, στα δεξιά σας το σαλόνι – όπου θα καθίσουμε, αν θέλετε – και μπροστά μας η κουζίνα και η τουαλέτα»…
«Η τουαλέτα σας, διαθέτει και μπάνιο»; (Κάνει σάμπως να πρόκειται να το νοικιάσει).
«Μάλιστα»…
«Με φουντάνα»;
«Τι “φουντάνα”, ευλογημένε; Φουντάνα di Trevi»;
«Όι, καλέ! “Βρύση” εννοώ. Δεν ξέρετε κυπριακά»; (Όπως είχε θιχτεί ο Ολάντ επειδή δεν ξέραμε γαλλικά).
«Κυπριακά, όι, δεν ξέρω», απάντησα με τα νεύρα μου αρκετά τεντωμένα. «Η γυναίκα μου ξέρει, αλλά δεν με έμαθε»…
«Και ποια είναι η γυναίκα σας»;
Α, σαν πολλά να ρωτάει τούτος! Έλα μωρέ Σούλα, γιατί αργείς μωρέ Σούλα, θα τού χώσω καμία και θα ψαχνόμαστε!...
«Τσα! Να ’μαι κι εγώωω»!... Η Σούλα παρουσιάστηκε… Τα πάχη της – τα κάλλη της, τα γνωστά… Από εκεί και πέρα όμως, ροζ λαμέ φουστανάκι, πεταλούδα στα μαλλιά, κολιέ και σκουλαρίκια λες κι έχουμε γιορτή, ενώ το άρωμά της, το διάσημο «μη-με-λησμόνει», κυριολεκτικά να σπάει μύτες!...
«Συγνώμη για την σαντανοσιά που μού προξενεί η εμφάνισή σας», ψέλλισε ο Γιάννος Γιάννου τρέμοντας. «Είσαι η Άσπα; Η Άσπα μου»;
«Ναι, Γιάννο μου, εγώ είμαι!», απάντησε η Σούλα καμαρωτή-καμαρωτή. «Πώς με βρήκες»;
«Σε βρήκα υπέροχη όπως πάντα». (Θα τον στραγγαλίσω)!
«Τι βαστάς στα χέρια σου»;
«Σιουσιούκκο, βαστώ! Το έφτιαξε η Μανούλα μου στη Λευκωσία… Στέλλει ένα μεγάλο κομμάτι για σένανε»!...
«Ω, θα το φάω στην υγειά της και θα γλείφω τα δάχτυλά μου»…
«Μη»! Πετάχτηκα εγώ. «Μην το φας!... Άμα το φας θα παχύνεις περισσότερο και μετά δεν θα θέλω να σε βλέπω»…
«Θα θέλω εγώ!», αντιφώνησε ο Γιάννος.
«Ρε, θα σε πνίξω! Θα σε διαλύσω, ρεε»!... Ανασκούμπωσα τα μανίκια μου.
«Κουνιάδε μου, με παρεξήγησες», προσπάθησε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα ο Γιάννος. «Έχω πολύ καλό σκοπό! Θα την παντρευτώ την αδερφή σου»!!!
«Ποια αδερφή μου, ρεεε! Η γυναίκα μου, είναι»!...
Ο Κύπριος τα έχασε… Το πρόσωπό του κιτρίνισε μονομιάς, τα μάτια του βαθούλωσαν, το σώμα του καμπούριασε, τα μπράτσα του κρεμάστηκαν στη γης…
«Έτσι δυστυχώς είναι», τον παρηγόρησα. «Αφού δεν έκανες τίποτα στα δεκάξι και στα δεκαοχτώ σου, τι γυρεύεις τώρα στα σαράντα-φεύγα»; Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη…
«Έχεις δίκιο», συμφώνησε…
«Χαίρομαι που το αναγνωρίζεις»…
«Αλίμονο. Μεταξύ αντρών, ειλικρίνεια»…
«Οκέυ. Θέλεις τίποτ’ άλλο ή να πούμε “καληνύχτα”, να αποχαιρετήσεις και τη Σούλα και να κλείσει το θέμα εδώ»;
«Εεε, να! Αν σάς περισσεύουν τρεις-τέσσερις χιλιάδες ευρώ, να με βολέψετε για λίγες μέρες; Οι Τράπεζες στην πατρίδα μου παραμένουν κλειστές κι έχω αφραγκίες ο καψερός»…