Επήγα για τα κούλουμα,
εγώ στου Φιλοπάππου,
σταμπάρησα και μια σπηλιά,
να μένω κάπου-κάπου.
Μες στη σπηλιά συγκάτοικο,
βρήκα κάποιον αλήτη,
που ’ν’ άστεγος πολύν καιρό,
τού δήμεψαν το σπίτι.
Στήθηκα με το πιάτο μου,
να πάρω φασολάδα,
χαλβά, λαγάνα και κρασί,
να βγάλω τη βδομάδα.
Μα τίποτες οι πρωινοί,
δεν άφησαν να μείνει
κι έτρεξα ρέστος και ταπί,
στον Δήμαρχο Καμίνη:
«Κυρ-Δήμαρχέ μου, έλεος,
έχασα τη δουλειά μου,
θα σε γεμίζω ποιήματα,
γέμιζε την κοιλιά μου»!...