Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
ΑΜΟΛΑ ΚΑΛΟΥΜΠΑ, ΣΟΥΛΑ! (Μέρος Α΄)
«Σούλα! Γυμνόστηθες στο Βατικανό!... Τρέχα να δεις!!! Τις έχει στις Ειδήσεις»… (Παρακολουθώ MEGA, το μεγκάααλο κανάλι!...).
«Δείχνει πράμα»; (Άκου ερώτηση να σού κάνει γυναίκα. Λες να παίζει τίποτα και δεν το ξέρω);
«Θαμπά…».
«Άσε τότε. Δεν θέλω»…
«Άμα έδειχνε, θα ήθελες»; (Ξεψαχνίζω… Ξεψαχνίζω)…
«Μπορεί… Αλλά είμαι απασχολημένη τώρα· δεν βλέπεις»;
Τι να βλέπω; Η συμβία μου, το έτερόν μου ήμισυ, η ψυχή της ψυχής μου (Τάκη, κόψε κάτι!) κάθεται κατάχαμα στο παρκέ, έχει όμως γυρισμένη την πλάτη της σε μένα και αδυνατώ να καταλάβω τι κάνει.
«Τι φτιάχνεις εκεί, μωρό μου;», ρώτησα.
«Αητό»!...
«Αητό»; Φρίκαρα! «“Αετό” μάλλον θα θέλεις να πεις. Ο “αητός” είναι πουλί, ενώ ο “αετός” είναι χαρτί»!
«Τι χαρτί; Τουαλέτας»;
«Όχι, δα»! Αυτή η ευστροφία της, επιτέλους!...
Ξαφνικά, με κυρίεψαν τύψεις. Πριν δυο-τρεις μέρες, μού είχε ζητήσει, η κακομοίρα, να τής αγοράσω αετό! Ναι. Για την Καθαρά Δευτέρα… Να βγούμε στου Φιλοπάππου, να «χαλάσουμε τα κούλουμα σαν νοικοκυραίοι άνθρωποι» και να «πετάξουμε τον αετό μας»… Με παρακάλεσε, αλλά εγώ ΕΚΑΝΑ πως το ξέχασα. Είναι πανάκριβοι φέτος οι αετοί. Και πού λεφτά με τέτοια κρίση!
«Τζουτζούκο μου», μουρμούρισε η Σούλα σκυμμένη με τα γυαλάκια της πάνω στο χάρτινο δημιούργημά της. «Δεν πειράζει που δεν αγόρασες αητό. Φτιάχνω μόνη μου… Έναν για σένα και έναν για μένα»…
Βούρκωσα!... Τόσο γαλαντόμα γυναίκα, λοιπόν, παντρεύτηκα; Τόσο ευαίσθητη ψυχούλα; Να αδιαφορώ παντελώς για κείνη, και όμως! Να μού φτιάχνει και δικό μου αετό…
«Σ’ ευχαριστώ ΠΟΛΥ, μωρό μου», είπα με γεμάτο το στόμα.
«Έλα εδώ, Τάκη», με κάλεσε… Γονάτισα στο πλάι της. «Πιάσε τούτη την κλωστή και κράτα την ψηλά. Προσεχτικά, να μη σού σπάσει»!
«Ποια κλωστή, μωρέ Σούλα; Με κλωστή φτιάχνεις τους αετούς μας»;
«Κάνω αητούς μινιατούρες, αντρούλη μου»!...
Έμεινα άφωνος… Το θέαμα μπροστά στα μάτια μου, είναι πέραν πάσης περιγραφής!!! Δυο αετοί μινιατούρες – σωστά κομψοτεχνήματα – κείτονταν στο πάτωμα!... Το ξύλινο περίβλημά τους, η πλουμιστή ουρά τους, αλλά και το γεμάτο με φωτογραφίες και γράμματα ποιοτικό χαρτί τους, όλα υπέροχα! Προσεγμένα στην παραμικρή λεπτομέρεια…
«Πώς σού φαίνονται; Μήπως έκανα κάτι λάθος»; (Ω, τι ταπεινόφρων που είναι)!
«Κάθε άλλο», ούρλιαξα. «Είναι κα-τα-πλη-κτι-κοί»!!!
«Και στο μέγεθος μιας ανθρώπινης παλάμης, ε»; (Μετρίασε λίγο την ταπεινοφροσύνη της).
«Πράγματι»! (Παιδιά, είχα μείνει κάγκελο!...).
«Και… άλλος κανείς δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει καλύτερα από μένα, ε»; (Όπα… Αυτή, λίγο-λίγο, καβαλάει το καλάμι. Πρέπει να τη συνεφέρω)…
«Ηρέμησε», σφύριξα στ’ αφτί της τρυφερά, «κάνε ένα διάλειμμα για λίγο και μετά συνεχίζεις»…
«Τι να συνεχίσω; Τέλειωσα, αγαπημένε μου!... Voila τα δύο αριστουργήματά μου»!!! Σηκώθηκε απότομα κι από θαύμα δεν τα ποδοπάτησε όπως τρέκλισε κάποια στιγμή μέχρι να ισορροπήσει στα πόδια της!...
«Θερμά συγχαρητήρια», τη συγχάρηκα. «Αλλά, για πες μου; Πού θα τους πετάξουμε»;
«Να τους πετάξουμεεε; Δηλαδή, δεν σ’ αρέσουν»; Δάκρυ κορόμηλο μούσκεψε τα μάγουλά της. (Θεέ μου, διακυμάνσεις που έχει η ψυχολογία των γυναικών)!
«Εεε, εννοώ, να τους πετάξουμε για να πετάξουν! (sic). Στους αιθέρες! Στον ουρανό! Όχι στον κάδο των αχρήστων!... Αυτό έλειπε… Είναι ποτέ δυνατόν; Εσύ, μανάρα μου, είσαι Μιχαήλ Άγγελος και άνω»…
«Ω, λέγε μου τέτοια. Ξανανεβαίνω»…
«Ξανανέβα! Ξανανέβα», μουρμούρισα στωικά, «αλλά κράτησε και τα μπόσικα σε μια μεριά. Μην παλαντζάρεις έτσι, από το ένα άκρο στο άλλο»…
Συνεχίζεται...