Νέο Επεισόδιο: Η ΣΟΥΛΑ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
«Ωχ, ωχ, αγάπη μου», έβαλε ξαφνικά τις φωνές η Σούλα, πρωί-πρωί σήμερα. «Πρέπει να με πας γρήγορα στο Ε.Σ.Υ.»!...
«Τι …εγώ»; Έκανα μέσα στον ύπνο μου απορημένος.
«Ε.Σ.Υ.»! Επανέλαβε η γυναικούλα μου.
«Ναι, βρε παιδί μου. Αυτό σού λέω… Τι …εγώ»;
«Εσύ, πρέπει να με πας στο Ε.Σ.Υ.»!... Επέμεινε εκείνη.
Ανασηκώθηκα στους αγκώνες μου, πετώντας από το αθλητικό μου κορμί τις κουβέρτες. Ανοιγόκλεισα δυο-τρεις φορές τα ματοτσίνορά μου για να καθαρίσουν από τις τσίμπλες και τι να δω! Η αγάπη μου, η λατρεία μου, το άλλο μου μισό, κείτονταν κουλουριασμένη στο πάτωμα. Από την πτώση της μάλιστα, είχε μετακινηθεί μισό μέτρο το αριστερό κομοδίνο και τώρα το λαμπατέρ πάνω του, στηριζόταν επισφαλώς στο ξύλο του κρεβατιού μας. Ίσιωσα το λαμπατέρ.
«Μωρό μου, είσαι καλά»; Ρώτησα.
«Πολύ καλά, ευχαριστώ! Εσείς»; Ειρωνεύτηκε.
«Αφού δεν είσαι καλά και το βλέπω», έσπευσα να διορθώσω.
«ΑΜΑ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ ΟΠΩΣ ΛΕΣ, ΚΑΝΕ ΚΑΤΙ»! Ούρλιαξε απεγνωσμένη… Πανικοβλήθηκα. Άρπαξα στα χέρια μου αμέσως το ακουστικό του τηλεφώνου – το τηλέφωνο βρίσκεται στο δεξιό κομοδίνο, το δικό μου – και σχημάτισα τον αριθμό 166.
«Ναι; Εκατόν-εξήντα-έξι, εκεί»;
«Αμέεε», απάντησε ο εκατόν-εξήντα-εξάς.
«Βοήθεια, παρακαλώ. Στείλτε μου ένα ασθενοφόρο! Η γυναίκα μου, η Σούλα Μιζερή με τ’ όνομα, κόρη του γνωστού αλλαντοπώλη των Αθηνών – αιωνία του η μνήμη – κείτεται κουλουριασμένη στο πάτωμα»…
«Στο πάτωμα»; Θαύμασε ο εκατόν-εξήντα-εξάς.
«Εμ, πού θέλατε να είναι»;
«Κολικός»; Προέβη σε μια πρώτη διάγνωση ο εκατόν-εξήντα-εξάς.
«Δε… δεν ξέρω»… Τραύλισα φοβισμένος. «Αν είναι κολικός, είναι πολύ σοβαρό»;
«Ασφαλώς και είναι πολύ σοβαρό, κύριέ μου», με βεβαίωσε ο εκατόν-εξήντα-εξάς. «Μπορεί να χάσει το νεφρό της ή και τα δύο της νεφρά, να μην μπορεί να ουρήσει, να πάθει έμφραγμα από τον πανικό της, να τής ανέβει η πίεση στα ύψη και να τη βρει κάποιο μοιραίο εγκεφαλικό. Σε ποια φάση βρισκόσαστε αυτή τη στιγμή»;
«Εεε, στη φάση του κουλουριάσματος», απάντησα…
«Ωραία»…
«Ωραία το λέτε εσείς αυτό»;
«Όχι, καλέ! Θα σάς στείλω ασθενοφόρο. Διαθέτουμε εβδομήντα ασθενοφόρα με οδηγό και περισσότερα από διακόσια χωρίς οδηγό. Οι περικοπές, βλέπετε»…
«Εντάξει. Στείλτε μου ένα με οδηγό».
«Τέλεια. Πείτε μου έναν αριθμό από το ένα έως το εβδομήντα»…
«Εξήντα-εννιά»…
«Ω, λυπούμαστε πολύ… Το εξήντα-εννιά έχει μεταβεί σε ασθενή».
«Εξήντα-οχτώ»; Ξαναπροσπάθησα εγώ.
«Αχ, το εξήντα-οχτώ βρίσκεται στο συνεργείο κι ο οδηγός του ψάχνει ανταλλακτικό του φλας. Χάσατε… Τηλεφωνήστε αργότερα»… Κλικ!
Μού έκλεισε το τηλέφωνο!... Α, ο αναίσθητος, μού έκλεισε κατάμουτρα το τηλέφωνο.
«Σούλα, Σουλίτσα μου; Πώς νιώθεις; Παρουσιάζεις καμία βελτίωση»;
«Καμίααα», βόγκηξε η Σούλα. Το πρόσωπό της είχε πανιάσει κυριολεκτικά. Τα χειλάκια της, σκασμένα. Ακούμπησα την παλάμη μου στο μέτωπό της. Ψηνόταν στον πυρετό.
«Βρε παιδί μου, μήπως είσαι έγκυος»;
«Όχιιι»! Όπως πρόφερε αυτό το «όχι», συνειδητοποίησα πως κάτι ύποπτο παίζεται εδώ αναφορικά με τους απογόνους μου. Είναι κι η κρίση βλέπεις. Το σεξ σε πολλά ζευγάρια βγαίνει χλαπάτσα…
Ντύθηκα, φόρεσα τα καλά μου. Να είμαι έτοιμος για παν ενδεχόμενο… Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μας – του παμπάλαιου Ζάσταβα από τον καιρό της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας – και την ανασήκωσα με προσοχή. Έτρεμε σύγκορμη. «Πού πάμε»; Είπε.
«Μη φοβάσαι· πηγαίνουμε στο Νοσοκομείο».
«Χωρίς βενζίνη»;
«Ε»; Σάστισα. Πράγματι, θυμήθηκα ότι μάς έχει τελειώσει η βενζίνη πριν μια βδομάδα και περιμένουμε να πληρωθώ για να ξαναγεμίσουμε μια γραμμούλα.
«Θα πάμε με την εφεδρική. Μπορεί να άναψε το λαμπάκι, αλλά θα μας βγάλει μέχρι το νοσοκομείο… Δε θα μας βγάλει»;
«Όχι». Αυτό το «όχι», τουλάχιστον, φάνηκε πιο φυσικό από το προηγούμενο.
Σωριάστηκα σαν άψυχο τσουβάλι στο πάτωμα δίπλα της. Ακούνητος, αμίλητος. Σάμπως να με πυροβόλησαν οι Γερμανοί το ’40! Η καινούργια Κατοχή σφύριζε πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Δάκρυα κύλησαν στο μάγουλό μου. Η Σούλα τα σκούπισε με το δάχτυλό της.
«Μη στενοχωριέσαι, αγάπη μου», με παρηγόρησε. «Αν πηγαίναμε στο Νοσοκομείο, θα χρειαζόταν να πληρώσουμε πέντε ευρώ με την είσοδό μας, συν άλλα είκοσι-πέντε ευρώ μετά, για την εισαγωγή μας σε κλίνη…».
«Θεέ μου», έφριξα. «Δεν έχω»…
«Εξάλλου, αγάπη μου», συνέχισε σαν τρέιλερ η Σούλα, «μού πέρασε ο πόνος! Ναι, αισθάνομαι καλύτερα τώρα. Έτσι ξαφνικά όπως ήρθε, έφυγε»!... Και σηκώθηκε όρθια για να μού δείξει ότι δεν πονάει. Εγώ, βέβαια, ήξερα από μέσα μου ότι μάλλον προσποιείται κι ότι ακόμα πονάει, αλλά αυτά είναι από τα θαυμαστά πράγματα που συμβαίνουν κάποτε στη ζωή μας και μας κάνουν ν’ αγαπάμε τη γυναίκα μας πιο πολύ…