«Κύριε υπουργέ, δεν έχουμε κρεβάτια για τους ασθενείς. Δεν έχουμε ορούς, δεν έχουμε αξονικούς τομογράφους, δεν έχουμε καν γιατρούς που να θέλουν να εργαστούν στο δημόσιο».
Αφού ακούει διάφορα τέτοια, τούς λέει: «Μην ανησυχείτε όλα θα διορθωθούν το συντομότερο». Μπαίνει στην Μερσεντές του και πάει στον επόμενο σταθμό, που κατά σύμπτωση είναι οι φυλακές Κορυδαλλού. Ακούει και εκεί πολλά παράπονα:
«Κύριε υπουργέ, θέλουμε καλύτερο φαγητό, περισσότερα κλινοσκεπάσματα, πιο πολύ προσωπικό, καλύτερη φροντίδα υγείας στο ιατρείο μας κ.λπ...».
«Θα γίνουν όλα όσα ζητάτε, μην ανησυχείτε».
Μπαίνει στην Μερσεντές του και φεύγοντας τηλεφωνεί από το κινητό του στον Θανάση Πλεύρη, τον σύμβουλό του, και αρχίζει να τού δίνει οδηγίες.
«Λοιπόν, Θανασάκη. Στο νοσοκομείο στείλε μερικά ράντζα, άφθονα γενόσημα και όσους ληγμένους ορούς έχουμε, αλλά τίποτε άλλο. Μετά στείλε ένα συνεργείο στις φυλακές να φτιάξει: Πισίνα, χαμάμ, τζακούζι, σάουνα, αίθουσα για διασκέδαση με 50άρα τηλεόραση, φλίπερ»…
Μένει κάγκελο ο Πλεύρης. «Μα καλά, βρε Άδωνι, τι είναι αυτά που λες»;
Και απαντά ο Γεωργιάδης: «Κοίτα, Θανασάκη. Νοσοκομείο δεν μας βλέπω να πηγαίνουμε, στη φυλακή όμως σίγουρα θα πάμε… Κατάλαβες»;