Ads



13 Οκτωβρίου 2009

Έργα και ημέρες της Νέας Δημοκρατίας (Μέρος Α΄)

Ο καθρέφτης της σεμνότητας και της ταπεινότητας


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χαμογελαστή χώρα με τ’ όνομα «Γελάδα», ήταν ένας χοντρούλης πρωθυπουργός, πολύ παθιασμένος με οτιδήποτε «σεμνό και ταπεινό»!

«Παχύνατε λίγο, μεγαλειότατε», τού λέγανε συχνά-πυκνά οι υπουργοί του, οι οποίοι μπαινοβγαίνανε, μπάτε σκύλοι αλέστε, στο Μάξι γραφείο του.

«Εμ, πάχυνα, τι να κάνω;», τούς απαντούσε αυτός καλοκάγαθα και συμπλήρωνε: «Αφού με τη δική μας κυβέρνηση, η Γελάδα περνάει περίοδο παχιών αγελάδων, πώς εγώ να μην παχύνω»;

Αγνοούσε ωστόσο, τι φίδια έτρεφε στον κόρφο του! Διότι, οι υπουργοί του, οι υφυπουργοί του, καθώς και μια στρατιά «δοτών» αξιωματούχων που διαχειρίζονταν – ή μάλλον, διασπάθιζαν με τον πιο δόλιο τρόπο – το δημόσιο χρήμα, τού κρύβανε συστηματικά τη ζοφερή πραγματικότητα…

Ένας χρόνος πέρασε, και ένας δεύτερος, και ένας τρίτος… Πάντα μπροστά στον καθρέφτη του, τα βράδια κουρασμένος απ’ το ασήκωτο βάρος να κυβερνά, ο χοντρούλης πρωθυπουργός, κοιταζόταν μελετώντας τις ολοένα κι αυξανόμενες ατέλειες στο πρόσωπο και στο σώμα του, τ’ ανεξίτηλα πια, σημάδια του πανδαμάτορα χρόνου…

«Είσαι θεός, ήλιος καλοκαιρινός», τού τραγουδούσε απ’ το κρεβάτι η όμορφη γυναίκα του. Κι ο καθρέφτης… Ω, ο καθρέφτης, επίσης τού μιλούσε:

«Μεγαλειότατέ μου, τι σεμνός και ταπεινός που είστε»!... Τού έλεγε.

«Το ξέρω, βρε καθρέφτη! Το ξέρω», αποκρινόταν ο πρωθυπουργός ψηλώνοντας με καμάρι. Και σαν έπαιρνε το βλέμμα του απ’ την ανακλαστική επιφάνεια, για ώρα ένιωθε το γεμάτο θαυμασμό άψυχο γυάλινο βλέμμα να τον συνοδεύει, όπως έπεφτε ανάλαφρα να κοιμηθεί…

Έλα όμως, που τα πρώτα μπουμπουνητά της επερχόμενης καταιγίδας, άρχισαν να γίνονται αντιληπτά! Κάτι για ομόλογα, λέει· κάτι για πολλά εκατομμύρια, σε καταθέσεις δευτερότριτων προέδρων! Τα οποία, μάλιστα, ξεσκεπάστηκαν όλως τυχαία, λόγω μιας ερωτικής αντιζηλίας και μιας δολοφονίας για λόγους «τιμής»!

«Για έλα εδώ, Σάββα», αναφώνησε ένα Σάββατο ο πρωθυπουργός. Και παρουσιάστηκε μπροστά του ο Σάββας!

«Πες μου, παιδί μου, παίξαμε τα λεφτά του κοσμάκη σε ξένα χρηματιστήρια και τα χάσαμε»;

«Α, μπε, μπα, μπλομ», τραύλισε ο Σάββας μη νιώθοντας και πολύ βολικά το κεφάλι στους ώμους του.

«Του κείθε μπλομ»! Βρυχήθηκε ο χοντρούλης κι αυτοστιγμής σκόρπισε το Σάββα κείθε… Με τη χατζάρα, που λένε… Παραμείνανε πάντως, για καιρό, οι σπάνιας αισθητικής φωτογραφίες του, κοσμώντας τα έντυπα του Οργανισμού Απασχόλησης Επίγειων Δυνάμεων (Ο.Α.Ε.Δ.) της Γελάδας.

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, τώρα που έδιωξα αυτόν, είμαι ξανά σεμνούλης και ταπεινούλης»;

Μα όσο κι αν καλόπιανε τον καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρά του, ο πρωθυπουργός, ο καθρέφτης πλέον τού κρατούσε μούτρα… Μούγγα κανονική. Τούτο, τον έβαλε σε υποψίες.

«Τι να συμβαίνει, αγάπη μου;», ρωτούσε επίμονα τη γυναίκα του, μα του κάκου:

«Βούλωσέ το και σβερκώσου, επιτέλους», τον απόπαιρνε εκείνη, ενώ στο ράδιο, έπαιζε το γνωστό τραγούδι «σβήσε το φως να κοιμηθούμε»…

«Σκυλιά! Φωτιές»!... Φώναξε ένα πρωί, αλλόφρων έξω απ’ το σπίτι του, ο Θόδωρος! (Ο Θόδωρος ήταν ο πιο έμπιστος υπουργός της κυβέρνησής του).

«Αναλαμβάνεις εσύ, Θόδωρε», πρόσταξε προβάλλοντας στο φαρδύ μπαλκόνι ο πρωθυπουργός, «κι άμα πετύχεις – που τρύπα μου τη μύτη, δηλαδή – θα σε κάνω εγώ της Επικρατείας»!

Κι ο Θόδωρος, μια και δυο, ξεχύθηκε γενναία κι έδιωξε τα σκυλιά, κατατρόπωσε τις φωτιές (μαζί και τους καμένους), τόσο γερά, τόσο αποτελεσματικά ώστε όλοι μα όλοι, τού βγάλανε το καπέλο! Μέχρι κι ο στρατηγός Άνεμος υποκλίθηκε στα πόδια του. Μόνο ο καθρέφτης δεν γελάστηκε…

Σιωπηλός αιώνια.

«Βρε Θόδωρε», αποκάλυψε με καημό στον έμπιστό του υπουργό, μια μέρα στο Μάξι γραφείο του, ο χοντρούλης πρωθυπουργός, «έχω έναν καθρέφτη στο δωμάτιό μου, που μιλούσε και τώρα πια δε μιλάει»…

«Γι’ αυτό πικραίνεσαι, Κύριέ μου», έκανε με ύπουλο ενδιαφέρον ο έμπιστος Θόδωρος, «δεν μού τον φέρνεις εδώ να, και εγώ θα στόνε φτιάξω»!

«Μα, πώς θα τον φτιάξεις»; Απόρησε ο χοντρούλης.

«Α, πολύ απλό! Θα πάω να τον ευλογήσει ο ηγούμενος της Μονής, που είναι φιλαράκι μου και μαζί τις κάνουμε τις προσευχές και τις νηστείες»…

«Καημένε μου, Θόδωρε… Θα γουργουρίζει το άντερό σου».

«Δεν πειράζει… Είναι για καλό σκοπό»!

Με τα πολλά, και για να μην τα μπαχαλώσουμε στο τέλος, ο Θόδωρος, με τη βοήθεια φυσικά του ηγούμενου – αλίμονο! – έκανε τον καθρέφτη να λέει το νερό νεράκι και τον Κωσταντή Κωστάκη! Όθεν, αγαπητοί αναγνώστες, και μετά μυρίων βασάνων ο πρωθυπουργός έστειλε το Θόδωρο στο σπίτι του. Διότι, τον κρατούσε εκεί, κοντά του, από αληθινή αγάπη και συμπόνια! Με τις υγείες σας…

Πολιτική Σάτιρα!
comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B