Ads



16 Αυγούστου 2011

Το κάστρο του Πάγκαλου

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης




    Α. Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

    Όταν κλείσαμε τηλεφωνικά τούτη τη συνέντευξη, καθόλου μα καθόλου δεν περιμέναμε όσα φοβερά και τρομερά έμελλε να επακολουθήσουν! Καταρχάς, η συνέντευξη ήταν να δοθεί σε γνωστή καφετέρια στην Ελευσίνα, τόπο διαμονής (και καταγωγής) του Θεόδωρου Πάγκαλου, αλλά όταν φτάσαμε επιτόπου, ο γράφων – εγώ δηλαδή – εκπροσωπών την «Πολιτική Σάτιρα» μαζί με την δίδα Ιουλία Βουζού, σέξι ρεπόρτερ του ιστολογίου «Φίμωτρο» (πήγαμε με το αυτοκίνητό μου, ένα μίνι κούπερ σαν αυτό που οδηγεί ο Μίστερ Μπιν), αντί για τον Θεόδωρο Πάγκαλο, συναντήσαμε εκεί μιαν αφροαμερικάνα ξεδοντιάρα και κακιά, η οποία μάς πληροφόρησε ότι «εκείνη θα μας οδηγήσει στον κύριος υπουργκός»…

    Βάλαμε την αφροαμερικάνα μέσα στο μίνι κούπερ κι εκείνη, δίμετρη καθώς ήταν, τέντωσε από το πίσω κάθισμα τα δυο της μαύρα κι άραχλα ποδάρια, το ’να πάνω στο δεξιό μου μάγουλο και τ’ άλλο πάνω στ’ αριστερό μάγουλο της όμορφης Ιουλίας. «Ε, ρε, να με ’βλεπε ο Πατήρ Ιωάννης τώρα!...», σφύριξε η Ιουλία. Σημειώνουμε εδώ πως ο Πατήρ Ιωάννης δεν είναι φυσικά άλλος από τον πνευματικό της, ο οποίος την εξομολογεί συχνά-πυκνά για τις πολλές σεξουαλικές της αμαρτίες. Αυτό μάλιστα το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι και δηλώνουμε έτοιμοι να το καταθέσουμε και στο Δικαστήριο, εάν και εφόσον μάς ζητηθεί…

    «Μήπως, καλέ κύριος και καλέ κυρία, σας σγαρνταλεύω»; Ρώτησε η αφροαμερικάνα φανερώνοντας ξεδιάντροπα τα κάτασπρά της δόντια.
    «Όχι, κορίτσι μου! Πώς σού πέρασε κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό»; Την καθησύχασα ευγενικά. «Απλώσου άφοβα όπως θέλεις. Δε δαγκώνουμε»…
    «Εγκώ όμως νταγκώνω»… Για μια στιγμή, το χαμόγελο εξαφανίστηκε από τα χείλη της και φρίκαρα. Το ίδιο μάλλον θα αισθάνθηκε κι η Ιουλία, γιατί απότομα στρέψαμε κι οι δυο τα πρόσωπά μας μπροστά. Και ευτυχώς! Μια γιγάντια νταλίκα μακρουλή και σκοτεινή, μάς έκλεινε το δρόμο!

    «Φρένο, Παναγιώτη!... Πάτα φρένοοο»!... Ούρλιαξε η Ιουλία.

    Μάταια… Το μίνι κούπερ δεν κατάφερε να φρενάρει με την ταχύτητα που είχε αναπτύξει αλλά, ω του θαύματος, πέρασε ολόκληρο κάτω απ’ την νταλίκα και βγήκε στην άλλη μεριά εντελώς άθικτο! «Τι τύχη, Θεέ μου, τι τύχη βουνό»!... Ξεφύσηξα ανακουφισμένος ξανανοίγοντας τα μάτια μου… «Βλέπεις, Ιουλία μου, πόσα προτερήματα έχει το μίνι κούπερ»;
    «Αχ, Παναγιώτη μου», απάντησε με στεναγμούς και φυλλοκάρδια η Ιουλία. «Εγώ, δεν τα πάω καλά γενικώς με τα μίνι κούπερ… Μάλιστα, έπαθα ένα λουμπάγκο την τελευταία φορά»…
    «Πού, βρε παιδί μου»;
    «Στο σεξ»…

    Ένα χοντρό ποδαρίσιο δάχτυλο – της αφροαμερικάνας, για όσους τώρα ανοίγουν τα ραδιόφωνά τους – μού βούλωσε ξαφνικά το στόμα … Κόντεψα να ξεράσω τα εσώψυχά μου. «Φτάσαμε, κύριος»! Έφτυσε η αφροαμερικάνα. «Εντώ είναι το κάστρος του Πάγκαλος». Πω, πω!...

    Β. ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

    Μία περίπου ώρα από την Ελευσίνα, επάνω σ’ έναν χέρσο και μαύρο λόφο, εγκατακείται εγκατάκοιτο και κατάκοιτο, μ’ όλες τις πολεμίστρες κι όλα του τα έγκατα, το επί στρατηγίας παππού Πάγκαλου εγκατεστημένο στον τόπο εκείνο κάστρο και μπλα-μπλα-μπλα, και μπλα-μπλα-μπλα… Στον πάνω-πάνω ψηλότερο από τους τρεις πυργίσκους, ο μέγας Παγκάλειος θυρεός ακτινοβολεί περήφανα στον ήλιο, ενώ στο πανύψηλο μικροσκοπικό φινιστρίνι του ίδιου πυργίσκου, ένα θλιμμένο θήλυ (το λέω ποιητικά), κοιτά με βλέμμα σιωπηλό το παγωμένο δείλι. Το εν λόγω, που λέτε, θήλυ, μόλις το είδα από κάτω, κομμάτια μού ’γινε η καρδιά λες και την φάγαν σκύλοι.

    «Μήπως την λένε Λίλυ»; Ρώτησα, δήθεν αδιάφορα, την αφροαμερικάνα, που μας οδηγούσε με βήμα στρατιωτικό, γοργό κι αποφασιστικό, στα ενδότερα του κάστρου.
    «Όχι, καλέ κύριος. Χριστίνα την λένε… Γκυναίκα του Πάγκαλος είναι. Την έχει ντικιά του»…
    «Τι κρίμα»…
    «Πώς είπετε»;
    «Εεε, για της θάλασσας το κύμα μίλησα»…
    «Α! Γκιατί εγκώ νταγκώνω»…

    Εντελώς αθέλητα ξαναφρίκαρα… Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου την Ιουλία, για να δω αν συμμερίζεται και το νέο μου φρικάρισμα. Όμως έδειχνε αδιάφορη τώρα… Αλήθεια, τι όμορφη κοπέλα η Ιουλία! Πόσες και πόσες συζητήσεις δεν έχουμε κάνει, καθώς αραιά και πού δημοσιεύω ποιήματά μου στο ιστολόγιο όπου εργάζεται, το «Φίμωτρο», κι έτσι βρήκαμε το χρόνο να γνωριστούμε καλά. (Κάτω από την μύτη του Πατέρα Ιωάννη, φυσικά, ο οποίος δεν ξέρει τίποτα, χε, χε, για τη σχέση μας)…

    Κροτάλισμα αλυσίδων βαρύ, καθώς κι ανατριχιαστικό στρίγκλισμα σιδερένιων πορτών, διέκοψαν τους ανομολόγητους ερωτικούς μου στοχασμούς. Ερωτικά ανολοκλήρωτους δυστυχώς στοχασμούς, λυγμ, διότι μέσα σ’ ένα μίνι κούπερ δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Άσε που πάντα καραδοκεί το …λουμπάγκο! Κρατς, κριτς, καμπάμ, μπαμ, αχ, αχ!... Οι ήχοι που ακούγονταν σ’ έκαναν κυριολεκτικά να χέζεσαι από το φόβο σου!... Ας τους ερμηνεύσουμε έναν-έναν με τη σειρά:

    Κρατς: Ήχος προερχόμενος από το σαλόνι του κάστρου. Ο Πάγκαλος έτρωγε μια μακαρονάδα μέσα στο σαλόνι, μάς είδε ξαφνικά να μπαίνουμε και τού έπεσε η πιατέλα πάνω στο μεσαιωνικό μωσαϊκό του πατώματος κάνοντας «κρατς». Απλή ερμηνεία, κατανοητή…

    Κριτς: Ήχος πάλι προερχόμενος από το σαλόνι. Ο Πάγκαλος έχοντας σηκωθεί από την αναπαυτική του πολυθρόνα (εκεί έτρωγε, τρομάρα του) πατάει πάνω ατσούμπαλα στα σπασμένα γυαλιά από την πιατέλα κι έτσι παράγεται ο ήχος «κριτς»…

    Καμπάμ: Το μπουκάλι με το κρασί που έπινε μαζί με την μακαρονάδα του ο Πάγκαλος, το οποίο σημειωτέον δεν έσπασε, είναι μάρκας Καμπά. Ο Πάγκαλος, όταν μιλάει για το κρασί του, πολλές φορές αντί να πει «το Καμπά μου», λέει «το Καμπά μ’». Εξ ου και ο ήχος…

    Μπαμ: Έσπασε τελικά το κρασί Καμπά…

    Αχ, αχ: Η αφροαμερικάνα, κόπηκε λίγο στα δάχτυλα της με τα γυαλιά σκύβοντας να τα μαζέψει.

    Η δίδα Ιουλία Βουζού, πολύ συγκινήθηκε μόλις είδε αίματα κι έσπευσε να βοηθήσει την αφροαμερικάνα στο μάζεμα των υπόλοιπων σπασμένων. Εγώ, σύγκαιρα, έτρεξα να σταθώ ανάμεσα στην Ιουλία και τον Πάγκαλο, προσπαθώντας αγωνιωδώς να κρύψω από τον Πάγκαλο ότι η Ιουλία κάτω από το λευκό με πιέτες μίνι φουστάκι της δεν φορούσε εσώρουχο… Παντρεμένος άνθρωπος ο Πάγκαλος, δε μού φάνηκε σωστό τέτοιο θέαμα.

    «Ω, ω, ω, ο κύριος Τουμάσης», αναφώνησε ο Πάγκαλος. «Πολύ χαίρω, αγαπητέ μου, που σας γνωρίζω»… Και μού έτεινε εγκάρδια ένα τριχωτό, χοντρό χέρι… Το έσφιξα…
    «Κι εγώ χαίρομαι», ανταπέδωσα στην δημοτική, «κύριε Υπουργέ μου. Και σας ευχαριστώ θερμά για την συνέντευξη που δεχτήκατε τόσο πρόθυμα να παραχωρήσετε».

    Στο μεταξύ, η Ιουλία τελείωσε με τα μαζέματα κι ήρθε κοντά μας.

    «Ιουλία Βουζού, του ιστολογίου “Φίμωτρο”! Πώς είστε, Υπουργέ μου»;
    «Πώς να είμαι, δεσποινίς μου; Πώς να είμαι; Τώρα που σας βλέπω, νιώθω σαν τον Στρος Καν στο Σοφιτέλ. Έχει, βλέπω, μυστικά όπλα ο Πατήρ Ιωάννης»!...
    «Αμέ, πώς δεν έχει; Με μένα, υπουργούλη μου, όλα θα τα ξεράσετε! Όλα»!... Περάσαμε στους καναπέδες και καθίσαμε πάνω σε τρεις αναπαυτικές μαξιλάρες…

    «Ζωή και κότα, τη βγάζετε εδώ, Υπουργέ μου», είπα για να σπάσω τον πάγο.
    «Μπα, πάει η κότα. Χύθηκε μαζί με τα μακαρόνια. Ας είναι καλά η οικονόμος μου, που καθάρισε τη βρωμιά. Είναι αφροαμερικάνα, ξέρετε».
    «Ναι, το καταλάβαμε. Καλό κορίτσι»…
    «Καλό, αλλά δαγκώνει! Να σάς πω, τις προάλλες, πού με δάγκωσε;»…
    «Ωχ! Όχι!... Μη! Δε θέλουμε να μάθουμε. Ήρθαμε εδώ για τη συνέντευξη. Τι λέτε; Ξεκινάμε»;
    «Ω, βεβαίως, βεβαίως. Για τη συνέντευξη… Κόντευα να το ξεχάσω! Παρακαλώ, ρωτήστε με· είμαι στη διάθεσή σας»…

    Γ. Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

    «Κύριε Υπουργέ, πιστεύετε ότι όλοι οι Έλληνες κλέβουν»;
    «Ασφαλώς και το πιστεύω. Ο καθένας, είτε λίγο είτε πολύ, είτε συστηματικά είτε περιστασιακά, είτε στο παρόν ή στο παρελθόν, έχουν κλέψει».
    «Κύριε Υπουργέ, πιστεύετε ότι όλοι οι Έλληνες ευημερούν»;
    «Όχι όλοι· ασφαλώς, όχι όλοι… Οι περισσότεροι όμως, πράγματι ευημερούν. Αν κάνετε μια βόλτα σε οποιαδήποτε παραλία, θα δείτε ένα σωρό πανάκριβα τζιπ γύρω σας! Αναρωτηθήκατε ποτέ, πού βρέθηκαν τόσα χρήματα για να αγοραστούν από τόσους πολλούς ιδιώτες τέτοια πανάκριβα οχήματα – κι αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα – ενώ την ίδια στιγμή το κράτος αδυνατεί να καλύψει τρέχουσες και στοιχειώδεις υποχρεώσεις του»;
    «Κύριε Υπουργέ, πιστεύετε ότι οι πολίτες με τη φοροδιαφυγή τους, βύθισαν τελικά το κράτος στη μιζέρια και την απόγνωση ή μήπως φταίνε οι διεφθαρμένοι πολιτικοί του παρελθόντος, με τις υπέρογκες σπατάλες, τις μίζες και τις ασυδοσίες τους»;
    «Αμφότερες οι πλευρές», απάντησε σιβυλλικά στην τελευταία μου ερώτηση ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Και στράφηκε ύστερα προς τη μεριά της Ιουλίας, της οποίας τώρα ήρθε η σειρά να υποβάλει τις δικές της ερωτήσεις. Εγώ στο μεταξύ αισθανόμουν αξιοθρήνητος, ένιωθα πως ο Θεόδωρος Πάγκαλος με αποστόμωσε κυριολεκτικά μένοντας έτσι έκθετο και το καημένο μου ιστολόγιο «Πολιτική Σάτιρα», που από καιρού εις καιρόν εξαπολύει μύδρους εναντίον του…

    «Κύριε Υπουργούλη μου», πετάχτηκε λάβρα και γαργαλιστικά η Ιουλία, «πιστεύετε ότι όλοι οι Έλληνες που κλέβουν, το κάνουν για πλουτισμό ή για απλή επιβίωση, δεδομένου ότι σήμερα, ακόμη κι εκείνοι που έχουν τζιπ αδυνατούν να τα συντηρήσουν και τα πουλάνε όσο-όσο»;
    «Κοιτάξτε να δείτε, δεσποινίς Ιουλία… Δεν αρνούμαι ότι σήμερα έχουν φτωχύνει πολλοί. Ίσως πιο πολλοί απ’ όσοι φανταζόμαστε… Είναι πολλοί οι άνεργοι, πολλά τα λουκέτα στα καταστήματα, πολύς ο εργασιακός-επιχειρηματικός-επενδυτικός δισταγμός, ένεκα ενός εξ ανυπόστατων φημών κατά τη γνώμη μου προερχόμενου φόβου, κι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω ωθεί αρκετούς συμπατριώτες μας στη μετανάστευση».
    «Άρα, κύριε Υπουργούλη μου, ανεξάρτητα με το τι συνέβαινε στο παρελθόν, τώρα οι πολίτες κλέβουν για να επιβιώσουν. Με άλλα λόγια, αυτό μάς είπατε, νομίζω».
    «Ναι, κατά ένα ποσοστό. Δεν ξέρω πόσο μεγάλο είναι το ποσοστό, αλλά θα συμφωνήσω μαζί σας, ότι οι περισσότεροι πολίτες που φοροδιαφεύγουν σήμερα, το κάνουν de facto για μια απλή επιβίωση. Θα ήμουν τυφλός εάν δεν έβλεπα την πραγματικότητα»…
    «Κύριε Υπουργούλη μου, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, όλοι κι όλοι στην Ελλάδα, είμαστε περίπου δέκα εκατομμύρια ψυχές. Πιστεύετε ότι δε θ’ αρκούσαν οι μίζες των πολιτικών κι οι υπέρογκες αρπαχτές τους, επί χρόνια και χρόνια, για να μας καταποντίσουν; Σκεφτήκατε, φερειπείν, πόσα έξοδα γίνονται για τις πολυπληθέστατες έκτακτες αεροπορικές μετακινήσεις βουλευτών, υπουργών, πρωθυπουργών, διότι ως γνωστό, μια έκτακτη αεροπορική μετακίνηση χρεώνεται βάσει άλλου (πανάκριβου) τιμολογίου από τις εταιρίες κι αυτά τα ποσά επιβαρύνουν το κράτος; Συν τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήγαμε με τέτοια πρωτοφανή κι αλύπητη κατασπατάληση δημόσιου χρήματος; Δεν θ’ αρκούσαν, λέτε, όλα αυτά για να μας καταποντίσουν; Η σύνταξη της γριούλας θα μας σώσει; Δεν αισθάνεστε καμία ντροπή, ως πολιτικός εσείς»;
    «Εεε, δεσποινίς μου, νομίζω πως όπως το θέτετε, αδυνατώ να διαφωνήσω… Ντρέπομαι για λογαριασμό των διεφθαρμένων πολιτικών μας, αλλά τι θέλετε να κάνω; Κοιτάμε πλέον μπροστά. Προσπαθούμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Και θα το καταφέρουμε αν μάς παρέχει δια της υπομονής και της κατανόησής του ο σοφός λαός μας τον απαιτούμενο χρόνο»…
    «Κύριε Υπουργούλη μου, δεδομένου ότι οι περισσότεροι φοροφυγάδες σήμερα φτώχυναν, πράγμα που σημαίνει ότι τα κλεμμένα βρίσκονται ξανά στο κράτος, μένουν οι αρπαχτές των πολιτικών, οι σπατάλες τους, τα εγκλήματά τους σε βάρος του λαού. Και σας ρωτώ: Όταν οι πολιτικοί κλέβουν ασύστολα, μήπως θα ήταν βλαξ ο πολίτης να είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος; Δηλαδή, τι; Να τρέχει να τ’ “ακουμπάει” στις Εφορίες κανονικά, για να χτίζουν βίλες οι εκάστοτε κρατούντες καραγκιόζηδες; Συγνώμη, Καραγκιόζη μου, θρυλικέ ήρωα των παιδικών μου χρόνων, δεν εννοώ εσένα»…

    Τούτο το τελευταίο το είπε χαμηλόφωνα σαν να μιλά στον εαυτό της η Ιουλία.

    Και συνέχισε απευθυνόμενη στον Υπουργό: «Και πώς, τελικά, κύριε Υπουργούλη μου, μπορείτε να είστε τελεσίδικος και απόλυτος περί της γενικής ευημερίας για την οποία μιλήσατε στον Παναγιώτη, πριν από λίγο; Πόσοι Έλληνες, πέρα από ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο και το φαγητό τους, έχουν να επιδείξουν τα πλούτη που ισχυρίζεστε; Στο κάτω-κάτω, σπίτι, αυτοκίνητο και φαγητό, θα έπρεπε δια νόμου να τα έχει ο κάθε πολίτης από το ξεκίνημα της ζωής του και να μη γίνεται αυτό το χάλι που γίνεται και να βλέπεις ανθρώπους ρακένδυτους να κοιμούνται στα παγκάκια, εν έτει δύο χιλιάδες έντεκα, για όνομα του Θεού, δηλαδή»…
    «Α, εσείς αγαπητή Ιουλία, είστε Κομμουνίστρια! Πηγαίνετε στον Τσίπρα, καλύτερα… Με θυμώσατε με τη συμπεριφορά σας… Πηγαίνετε στην Παπαρήγα, να κουβεντιάσετε για τέτοια θέματα. Τέλος η συνέντευξη! Λυπάμαι»…

    Σηκωθήκαμε από τις μαξιλάρες μας και χαιρετήσαμε τον Θεόδωρο Πάγκαλο πάλι με χειραψία. Εκείνος δεν την αρνήθηκε (ούτε από την Ιουλία). Πριν αναχωρήσουμε, τον ρώτησα με τρακ αν θα μπορούσα να πω μια «καλησπέρα» στη σύζυγό του, την όμορφη Χριστίνα, που έχω δει μια φωτογραφία της στο διαδίκτυο κι από τότε δεν μπορώ να ησυχάσω… (Αυτό δεν τού το είπα). «Βεβαίως, γιατί όχι;», συμφώνησε ο Πάγκαλος – ίσως επιδιώκοντας να μην παρατραβήξει το σκοινί ή να κρατήσει έστω τα προσχήματα – και έδωσε αμέσως εντολή στην οικονόμο του να με οδηγήσει…

    Δ. Η ΟΜΟΡΦΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

    Αφήσαμε την Ιουλία με τον Θεόδωρο Πάγκαλο – παρά τον τσακωμό τους – στο σαλόνι του κάστρου και εγώ με την αφροαμερικάνα μπήκαμε στο κλιμακοστάσιο αρχίζοντας ν’ ανεβαίνουμε τ’ ατέλειωτα πέτρινα στριφογυριστά σκαλοπάτια. Σε επιλεγμένα σημεία του επίσης πέτρινου τοίχου, κρέμονταν αναμμένοι πυρσοί, οι οποίοι φώτιζαν την ανάβασή μας. Ύστερα από τρεις ορόφους στην καρδιά του κάστρου, η δική μου καρδιά άρχισε να χτυπά δυνατά… Ω, σκέφτηκα, με ταραχή… Με πηγαίνει στην όμορφη Χριστίνα. Πράγματι θέλω να τη γνωρίσω… Πρέπει να είναι πολύ σπάνιο το είδος του ανθρώπου που εκπροσωπεί… Εγώ ποτέ των ποτών, αν ήμουν εκείνη, δε θα παντρευόμουνα έναν τόσο παχύδερμο άντρα σαν τον Πάγκαλο. Ρωτήστε, αν θέλετε, και τη γνώμη των δρόμων για τον οδοστρωτήρα και θα καταλάβετε τι εννοώ.

    Στον πέμπτο όροφο, ζήτησα από την οικονόμο να κάνουμε μια στάση για να ξεκουραστώ… Κοντοστάθηκε απρόθυμα και με κοίταξε με λύπη. «Άι, κακομοίρη μου, εκεί στην Αθήνα έχετε γίνει όλοι μαλθακοί»… Παρόλα αυτά, τελικά σταμάτησε κι έτσι κατάφερα σε δυο-τρία λεπτά να ξελαχανιάσω και να προχωρήσουμε… Το κάστρο συνολικά είχε δέκα-τρεις ορόφους και δίχως άλλη στάση κατέληξα λιώμα στον δέκατο-τρίτο, να παρακολουθώ με μάτι θολό την αφροαμερικάνα να ξεκλειδώνει με ζόρι τη βαριά χιλιαμπαρωμένη πόρτα της Χριστίνας… «Γιατί είναι κλειδωμένη;», ρώτησα ξέπνοα κι αγκομαχώντας…
    «Άμα δεν την κλειδώσουμε, θα το σκάσει»! Απάντησε η οικονόμος…
    «Ε»;
    «Πρόσεχε, κύριος, γκιατί εγκώ νταγκώνω»!...

    Η Χριστίνα, μόλις μπήκα στο δωμάτιό της, έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας. Πίσω μου, η αφροαμερικάνα σφράγισε την πόρτα. «Θα επιστρέπσω σε λίγκος. Μην αργκήσεις πουλύ»…

    «Για στάσου, βρε Χριστίνα, πώς πέφτεις έτσι στην αγκαλιά μου; Αφού δεν γνωριζόμαστε»…
    «Πώς δεν γνωριζόμαστε; Γνωριζόμαστε! Εγώ διαβάζω ποιήματά σου στο “Φίμωτρο” και νιώθω σαν να σε γνωρίζω από καιρό»…
    «Ω, έχεις σύνδεση στο διαδίκτυο»;
    «Ναι»…
    «Είσαι φυλακισμένη»;
    «Μόνο στην ψυχή»…
    «Γιατί το έκανες αυτό»;
    «Για τα λεφτά και για τη δόξα… Βλέπεις, ο άντρας μου προέρχεται από ένδοξη παλιά οικογένεια, πατέρα και πάππο, κι εγώ στο σπίτι μου είχα ανατραφεί να εκτιμώ τις δόξες, τις τιμές, γενικά κάθε καθωσπρεπισμό που θαυμάζει ανοήτως μια μέση αστική οικογένεια σαν τη δική μου. Τώρα που άλλαξαν τα μυαλά μου, δεν μπορώ δυστυχώς ν’ αλλάξω τις καταστάσεις. Μού ’ρχεται πολύ βαρύ»…
    «Θέλεις να σε πάρω μαζί μου, να φύγουμε μακριά; Είμαι οπλισμένος και μια χαζή οικονόμος δεν θα μπορέσει να μας σταματήσει»…
    «Οπλισμένος»;
    «Ναι. Όχι όμως με όπλο πραγματικό»… Χαμογέλασα. Αισθάνθηκα ότι προς στιγμή την είχα τρομάξει. «Το όπλο μου εμένα είναι η ευφυΐα μου. Στο παρελθόν στάθηκα μπροστά στη γροθιά ενός αντίζηλού μου, που τότε αγαπούσαμε την ίδια κοπέλα, τη Ρόη… Και μόνο με τα λόγια μου, τού έδωσα να καταλάβει πόσο πολύ και πόσο βαθιά την αγαπούσα, που τελικά δεν με χτύπησε… Ε, το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Να δεις, κανείς δε θα μας σταματήσει. Πάμε να φύγουμε! Έλα»…
    «Όχι»… Έκανε με δάκρυα η Χριστίνα. «Θα μείνω εδώ… Αυτήν τη μοίρα διάλεξα. Είναι επιλογή μου»…
    «Είναι αυτοτιμωρία σου»…
    «Μπορεί, αλλά τη διάλεξα. Φύγε μόνος σου. Ίσως κάποτε οι δρόμοι μας συμπέσουν, αλλά όχι τώρα… Φύγε γρήγορα, κανείς μην καταλάβει τι είπαμε»…

    Η πόρτα ξαναξεκλείδωσε απότομα πίσω μου με κρότο και θυμό… Η αφροαμερικάνα μπούκαρε μέσα βίαια αλαλάζοντας: «Ντέλος κρόνου! Πρέπει να φύγκουμε»… Έψαξα απεγνωσμένα τις τσέπες μου, μα δε βρήκα τίποτα να χαρίσω στην όμορφη Χριστίνα. Ούτε κι απ’ αυτήν πήρα κάτι, διότι ο γάμος είναι μυστήριο τελεσίδικο σαν τον θάνατο, δεν έχεις πραγματικά τίποτα να ελπίζεις παραπέρα… Κατεβήκαμε τρέχοντας τα σκαλιά και μπήκαμε στο ολοφώτεινο σαλόνι. Ο Πάγκαλος με την Ιουλία κουβεντιάζανε μεγαλόφωνα… «Νεκροφάνεια», έλεγε ο Πάγκαλος και κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια. «Τι συμβαίνει εδώ;», ρώτησα. «Μπα, τίποτα», απάντησε η Ιουλία ξεκαρδισμένη κι αυτή. «Λέμε ανέκδοτα για νεκρούς που αναστήθηκαν και γελάμε»…

comments powered by Disqus
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Η Πολιτική Σάτιρα στο F/B