17 Ιουνίου 2012
Μια φορά κι έναν καιρό, στην Ελλάδα...
Μια φορά κι έναν καιρό, οι άνθρωποι ήταν πολύ πιο ευτυχισμένοι. Καλλιεργούσαν τη γη τους, κατοικούσαν σε πέτρινα σπίτια που με τα ίδια τους τα χέρια είχανε χτίσει – τα μέλη της οικογένειας μόνα τους ή μαζί με κάποιους «τεχνίτες» συγχωριανούς τους – στρώνανε με κεραμίδια τις σκεπές τους, που τούς τα πουλούσαν άλλοι παράξενοι τύποι χωμένοι μέχρι το λαιμό στη λάσπη για ένα κομμάτι ψωμί.
Οι λάμπες καίγανε πετρέλαιο, που τ’ αγοράζανε πανάκριβο απ’ τον μπακάλη. Μα, το μοναδικό τους έξοδο ήταν αυτό. Οι προβατίνες τους τούς δίνανε το γάλα, το τυρί, το κρέας. Κι η σοδειά τους αν πήγαινε καλά, δε θέλανε πια τίποτα άλλο. Στους καφενέδες οι άντρες, στους οντάδες οι γυναίκες, στο σκολιό τα παιδιά. Στα πανηγύρια τους τραγούδια, στις κηδείες τους οδυρμοί, στις αγωνίες τους όνειρα.
«Εγώ, θα σπουδάσω τα παιδιά μου, δε θα καθίσουν εδώ να ρέβουν, σε τούτο το παλιοχώρι». Και γέμισε η πρωτεύουσα επαρχιοτόπουλα, σκαρφαλώσανε στα διαμερίσματα, ανοίξανε την μπαλκονόπορτα και βγήκανε στο μπαλκόνι. Πουθενά χώμα να πατούν, παρά μοναχά άσφαλτος και τσιμέντο. Σηκώσανε τη μύτη ψηλά, υποτιμήσανε τον κτηνοτρόφο κι ας από κτηνοτρόφο γονέα γίνανε.
Οι κυβερνήσεις τους, νωθρές, αδιάφορες για το καλό του κόσμου. Αμ, έλα που κι ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν για το καλό του, οι κυβερνήσεις του θα νοιάζονταν; Μια θέση στο δημόσιο κατάντησε ο σκοπός της καθεμιάς και του καθένα… Έτσι ανθίσανε οι «πολιτικάντηδες» και οι «μαυρογυαλούροι». Σαν στην Αρχαιότητα, που ανοίγανε τους κήπους τους να κόβουνε οι ψηφοφόροι τους φρούτα.
«Θα σε διορίσω στο τάδε υπουργείο, θα σε βάλω στην δείνα καρέκλα»… Καρέκλα τη λέγανε τη θέση. Κι άμα δεν ήθελες πάρε-δώσε με δαύτους, υπήρχε κι ο ιδιωτικός τομέας. Να τρέχεις πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, σαν τον Βέγγο στις παλιές εκείνες ασπρόμαυρες ταινίες. «Στη γαλέρα της ζωής μου, τράβηξα άγριο κουπί»… Θεός σχωρέσ’ τον, τον Θανάση μας. Τον δικό μας άνθρωπο… Και ξεκίνησε το ρουσφέτι.
Στο μεταξύ, οι ξένοι μπήκανε στο χορό. «Θα σας δανείζουμε εμείς. Εσείς φτιάξτε τις υποδομές που χρειάζεστε, να εξελιχτείτε σιγά-σιγά σε βιομηχανική χώρα. Να παράγετε μόνοι σας τα εργαλεία σας»… Δεχτήκανε το δάνειο οι ντόπιες κυβερνήσεις, αλλά τα λεφτά τα τρώγανε την άλλην ώρα. Ήτανε τόσο πλούσιο μάλιστα το τσιμπούσι, που τούς πέφτανε ψίχουλα να τα γλείφουν οι οπαδοί τους.
Και οι πολιτικοί πλουτίσανε. Τρανταχτή περίπτωση ο Τσοχατζόπουλος. Τα πλούτη τους δεν κρύβονταν. Αλλά από κοντά κι οι παπάδες πλουτίσανε! Κι αυτωνών τα πλούτη δεν κρύβονταν. Ωστόσο, απλοποιήθηκαν τα πράγματα, όταν κάποιος μεγάλος κόρακας αποφάσισε σοφά: «Θα χαρίσω μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας στο κράτος, υπό τον όρο το κράτος να μισθοδοτεί στο εξής τους κληρικούς».
Όπερ και εγένετο... Κι αποσυμφορήθηκε ο πλούτος τους, προτού ξεσκεπαστεί και ξεσπάσει σκάνδαλο. Διότι ο αγράμματος κοσμάκης έτρεμε το μαύρο ράσο και για την ψυχή του, όλα τα ’γραφε στον Δεσπότη. Πόσοι Δεσποτάδες αλήθεια, δεν επισκέφτηκαν τη χήρα για να την πείσουν να τούς γράψει «μετά θάνατον» το έχει της; Κι οι κληρονόμοι, ακόμα και τα παιδιά της, δε βρίσκανε τίποτα στο τέλος…
Μια φορά κι έναν καιρό, όλα τα παραπάνω συμβαίνανε στην Ελλάδα. Μόνο ένα πράγμα δεν υπολογίσανε οι μακαρίτες πρώτοι διδάξαντες. Ότι ένας σπυριάρης που μιαν ημέρα τού ’μελλε να βγει πρωθυπουργός, θα έβαζε τη χώρα στο ευρώ, να μην μπορεί να τυπώνει δικό της χρήμα. Ε, τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Τώρα οι ξένοι, όχι απλά μάς επιβάλουνε τα εξοντωτικά τους μέτρα, θα μας γ@μήσουνε κιόλας!...
comments powered by Disqus