Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
Έκλαψα, έκλαψα… Έσκασα κυριολεκτικά από το κλάμα, μόλις κλείσανε το τηλέφωνο οι απαγωγείς της δυστυχισμένης μου Σούλας…
Ήδη, με τη φαντασία μου έβλεπα κολλημένη την αγγελία του θανάτου της στην απέναντι κολώνα: «Κηδεύομεν σήμερον την πολυαγαπημένη μας, Σούλα Μιζερή. Ο σύζυγος, οι γείτονες, τα μακρινά της ανίψια»… Το κολατσιό της, μισοφαγωμένο. Το ψωμάκι της του σάντουιτς με μια στρογγυλή δαγκωνιά στο μέγεθος μασέλας, πεσμένο στο πάτωμα της κουζίνας. Δεν πρόλαβε να το φάει… Την άρπαξαν απότομα, φαίνεται!
Και τής έχω πει χίλιες φορές, να μην σηκώνεται την νύχτα και τρώει! Δε με άκουσε…
Τι να κάνω, Θεούλη μου, τώρα; Να γράψω τα καλά λόγια που μού ζητήσανε, για τον Τέρενς Κουίκ; ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ!!! Είμαι καλλιτέχνης ελόγου μου (αμέεε!)– δεν μπορώ να γράψω κατά παραγγελία. Έχετε δει κανέναν ποιητή να τού παραγγέλνουνε ποιήματα; «Γράψε ένα ποίημα για τον εξοχότατο τάδε ή για την μιλαίδη δείνα», πι-χι; Όχι, βέβαια!... Οι καλλιτέχνες, δεν ανέχονται μύγα στο σπαθί τους! Θα κάνω, λοιπόν, κάτι άλλο:
ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟ… Φέρτε μου έναν Χρυσό Οδηγό, γρήγορα!... Το νοικοκυριό μου για έναν Χρυσό Οδηγό!...
Στον Χρυσό Οδηγό – ήταν σφηνωμένος κάτω από το κουτσό ξύλινο ποδάρι της παλιάς ντουλάπας, η οποία τώρα χωρίς αυτόν άρχισε να γέρνει επικίνδυνα – αναζήτησα το τηλέφωνο της συζύγου του Τέρενς Κουίκ, της πανέμορφης Βιολέτας!... Νάτο εδώ!... Δύο-δέκα, φι-χι-ψι-ωμέγα… Σχηματίζω τον αριθμό… Τουτ!... Τουτ!... Καλεί…
«Λέγετε, καλέεε», ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής η ναζιάρικη φωνή της Βιολέτας Κουίκ!
«Η …Βιολέτα;», ρώτησα κάνοντας τρυφερή τη φωνή μου όσο γίνεται…
«Ναι, αχχχ, πώς το καταλάβατε; Η Βιολέτα είμαι»…
«Εγώ, όλα τα καταλαβαίνω»! (Χαμογέλασα).
«Μα, ποιος είστε; Ο αστυνόμος Σαΐνης»;
«Όχι… Ο Τάκης είμαι!... Ο Τάκης Ξαπλαρής»…
«Ω, τι ωραίο όνομα!... Ερωτικό»!
«Ερωτικό;», απόρησα…
«Μα, φυσικά!... Διότι παραπέμπει στο …κρεβάτι»!...
Άλογα ξεκίνησαν τον καλπασμό τους μέσα στο στήθος μου… Η καρδιά μου πήγαινε σαν ταμπούρλο. Ένας υπόκωφος ήχος ταυτόχρονα βούλωσε τ’ αφτιά μου. Η ντουλάπα, ΕΠΕΣΕ!!! Κράτς!... Μπουμ, μπουμ!... Κουρνιαχτός από σκόνη σηκώθηκε καλύπτοντας με πηχτή ομίχλη ολόκληρη την κρεβατοκάμαρα!...
«Εε, κυρία Βιολέτα, γκουχ-γκουχ, με ακούτε»;
«Εγώ σας ακούω, αλλά…», απάντησε εκείνη διστακτικά.
«Μισό λεπτάκι, με συγχωρείτε… Να σηκώσω μια ντουλάπα»…
«Να σηκώσετε, τιιι;», έκανε απορημένη.
«Μια ντουλάπα», επανέλαβα… «Δεν αργώ… Μισό λεπτό θα μού πάρει».
«Έχετε κρυφά ταλέντα εσείς, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, κύριε Τάκη Ξαπλαρή μου… Αν τη σηκώνετε, όπως λέτε, μέσα σε μόλις μισό λεπτό, τότε ειλικρινά με εντυπωσιάζετε!»…
ΤΕΛΟΣ Β’ ΜΕΡΟΥΣ (το τρίτο και τελευταίο μέρος σε λίγο)