Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
Αμάν, αμάν και τρις αμάν!... Είχα ξεχάσει τελείως το ματς! Γάβροι εναντίον Ούννων! Ούννοι εναντίον Γάβρων!... Ευτυχώς, εδώ στο σαλόνι που με κλείσανε, υπάρχει και τηλεόραση. Δεν είναι βέβαια εκείνη η τεράστια που είχαμε πριν από την κρίση – τη φορτώθηκα μια μέρα (Θεέ μου πόσο βαριά ήτανε) και την πήγα στο Μοναστηράκι για να την πουλήσω… Ύστερα από φοβερή διαπραγμάτευση και παζάρια με τους μικροπωλητές, έπιασε είκοσι ευρώ και έναν κότσο! Για να ακριβολογώ, ΕΜΕΝΑ έπιασαν κότσο…
Με τα είκοσι εκείνα ευρώ – το ’κοσάρι, που λένε – αγόρασα μια κουτάλα. Αλλά μη με ρωτάτε τι την έκανα μετά…
«Κυρίες και κύριοι, αρχίζει το ματς!... Κανείς μην κουνιέται!... Περιγραφή, Γιάννης Διακογιάννης (αλήθεια, πού να βρίσκεται αυτή η ψυχή – ελπίζω να μην είναι σκέτα ψυχή πάντως)… Μπρρρ, κρυάδες!...
Από το χωλ άκουγες τις φωνές των καλεσμένων της Σούλας… Αντρικές φωνές. Μοιάζανε γνώριμες· έσπαγα να το κεφάλι μου να βρω τι μού θυμίζουν… Έλεγε ο ένας: «Πιο χαμηλά»… Ο δεύτερος: «Πού»; Ο πρώτος: «Από κάτω»… Και τότε πετιότανε ο τρίτος λέγοντας: «Να βάλω κι εγώ το χέρι μου»;
«Όχι, όχι! Μη, εκεί», τσίριζε η Σούλα.
Διάολε, τι συμβαίνει; Θα με αφήσουνε να δω το ματς ή θα έχουμε έκτροπα; Ας χαμηλώσω λίγο την τηλεόραση για να τους ακούω καλύτερα… Το τηλεκοντρόλ σπασμένο και κολλημένο με σελοτέιπ… Η τηλεόραση μικρή κι ασπρόμαυρη. (Την είχαμε πετάξει στο πατάρι, αλλά την ξαναβγάλαμε μόλις πουλήθηκε η άλλη). Μήπως να τ’ άκουγα από το ράδιο; Αλλά, τι λέω; Εδώ οργιάζει η γυναίκα μου. Το ματς θα σκέφτομαι;
«Σούλα»;
«Κάτσε στη θέση σου, Τάκη! Δεν σε αφορά!... Τελειώνουμε»…
«Σούλα; Είσαι καλά, αγάπη μου»; (Πρώτη φορά που δεν την αποκάλεσα «αράπη»).
«Καλά είμαι! Τι έπαθες τώρα; Άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας»…
«Βρισκόμαστε στο δεύτερο λεπτό της συνάντησης, φίλες και φίλοι τηλεθεατές, και το ματς έχει ήδη πάρει φωτιά»…
«Ανάβει! Ανάβει»!...
«Πανέμορφο»!...
«Είναι μέσα»;
«Μπήκε! Μπήκε»!...
Ε, όχι!!! Αυτό, πια, παραπάει!... Πρέπει να επέμβω!... Θα αφήσω να μού λερώσουν το κούτελο στην κοινωνία αυτά τα ρεμάλια; Το δίκαννο!!!
Άνοιξα τη συρόμενη πόρτα με μανία και είναι θαύμα θαυμάτων πώς δεν τσάκισα κανένα δάχτυλο στη χαραμάδα! Φραπππ!... Σαν την Σαπφώ Νοταρά (αυτή είναι σίγουρα σκέτα ψυχή τώρα) όταν εισέβαλε με την μολότωφ στο τρυφερό ενσταντανέ του Μιχαλόπουλου με τη Βουγιουκλάκη…
Το θέαμα δεν περιγράφεται:
Ο Φώτης Κουβέλης ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα να τοποθετεί το αστέρι σ’ ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του χωλ!!! Ο Βαγγέλης Βενιζέλος να βαστάει την σκάλα δίνοντας ταυτόχρονα οδηγίες στον Φώτη Κουβέλη για το πού θα τοποθετήσει το αστέρι. Και, τέλος, ο Αντώνης Σαμαράς, από κάτω, να σκεπάζει το πρόσωπό του φωνάζοντας: «Ωχ, το μάτι μου»…
«Γιατί, μωρέ; Πάλι στραβά το βάζουμε»; Ρώτησε ο Κουβέλης.
«Όχι… Εννοώ το αληθινό μου μάτι». Είπε ο Σαμαράς.
«Α»… Συγκατάνευσε ο Βενιζέλος.
«Τάκη; Γιατί μπήκες; Χάλασες την έκπληξη»! Έκανε και η Σούλα…
«Δέντρο στήνετε;», ψέλλισα άσπρος σαν το πανί…
«Φυσικά»! (Και οι τέσσερις μαζί)…
«Τι το περάσατε το χωλ μου»;
«Golden»! (Ξανά και οι τέσσερις μαζί)…
«Golden Hall»; (Το πρόφερα στα αγγλικά τώρα).
«Ω! Τζουτζούκο μου!... Τι υπέροχη προφορά έχεις!!! Είδες, είδες; Το φυσάς το αγγλικό, τρομάρα να σού ’ρθει»!... (Η Σούλα μόνη της).
«Για σταθείτε, μια στιγμή», επαναστάτησα. «Αφού το Golden Hall, θα στολίσει το δέντρο του την Παρασκευή – έτσι τουλάχιστον ακούω στις διαφημίσεις – εσείς γιατί το στολίζετε από σήμερα»;
«Α, το στολίζουμε από σήμερα, για να κάνουμε την πρόβα τζενεράλε. Πώς θέλετε, κύριε, να πάμε την Παρασκευή να το στολίσουμε επί τόπου, αν πρώτα δεν έχουμε κάνει μια πρόβα τζενεράλε; Η γυναίκα σας μάς πληροφόρησε ότι διαθέτετε hall στο σπίτι σας, ε και ήρθαμε για να κάνουμε τη δουλειά μας»… (Οι τρεις μαζί).
«Μα, εσείς αποτύχατε. Δεν πήραμε τη δόση»…
«Δεν πήραμε τη δόση, διότι δεν είχαμε κάνει πρόβα τζενεράλε, αγαπητέ μας κύριε. Τώρα που κάνουμε πρόβα τζενεράλε, να δείτε ότι θα στήσουμε μια χαρά το δέντρο στο Golden Hall, την Παρασκευή… Καταλάβατε»;
Αμέεε…
ΤΕΛΟΣ